Χέρια μικρά

A N D R É S B A R B A 18 «Πώς σε λένε;» «Μαρίνα». «Μπορείς να κουνηθείς, Μαρίνα;» «Ναι». «Προσπάθησε να ξαπλώσεις σ’ αυτό το φορείο». Τα χέρια τη σήκωσαν και για πρώτη φορά αισθάν­ θηκε πόνο. Μια ηλεκτρική εκκένωση που έπιανε όλο της τον κορμό κι αμέσως μετά υποχωρούσε και λίμναζε, όπως η δίψα. Δεν μπορούσε να κουνήσει το αριστερό της μπράτσο. «Τι είναι αυτό το άσπρο;» «Είναι τα πλευρά». Κι όταν έσκυψε, είδε για πρώτη φορά τις διαστά­ σεις της πληγής της. Το μπράτσο ακίνητο, η σάρκα ανοιγμένη, η σάρκα μ’ ένα κόψιμο καθαρό που έκα­ νε το δέρμα να πέφτει σαν πέπλο, τα πλευρά. Έπρε­ πε να φτάσει κοντά στη φράση που θα τα έκλεινε όλα, στη φράση που ήταν έτοιμη να εξαφανιστεί: «Μαρίνα, ο πατέρας σου πέθανε επιτόπου, η μη­ τέρα σου μόλις πέθανε». Δίπλα της είχαν έτοιμα τα πάντα για μια κρίση πανικού, αλλά η κρίση δεν ήρθε. Η Μαρίνα είχε μείνει να κοιτάζει τη φράση, λες κι επρόκειτο για κάποιον αντιδραστήρα· από τη μια άκρη του δωμα­ τίου του νοσοκομείου μέχρι την άλλη, εκείνη είχε μείνει και κοίταζε τα λευκά απόνερα της φράσης. Η μικρή δεν καταρρέει, δεν κλαίει, δεν αντιδρά.

RkJQdWJsaXNoZXIy MTY1MTE=