Βυζαντινός πολιτισμός

Η ΊΔΡΥΣΗ ΤΗΣ ΚΩΝΣΤΑΝΤΙΝΟΎΠΟΛΗΣ 29 από αυξημένο κύρος και μεγαλοπρέπεια. Ο Διοκλητιανός υιο­ θέτησε αρκετά από αυτά τα στοιχεία. Ο αυτοκράτορας δεν κυ­ κλοφορούσε πλέον αψήφιστα μεταξύ των υπηκόων του· ζούσε αποτραβηγμένος στο ανάκτορό του, περιστοιχισμένος από αυ­ λικούς και ευνούχους – σε αντιδιαστολή με ό,τι συνέβαινε κατά το παρελθόν, όταν οι ευνούχοι αντιμετωπίζονταν με περιφρό­ νηση και ο ευνουχισμός ήταν σχεδόν απαγορευμένος. Όσοι είχαν ζητήσει ακρόαση έπρεπε να γονατίσουν και να προσκυ­ νήσουν τον αυτοκράτορα, ο οποίος πλέον φορούσε διάδημα, πορφυρό χιτώνα και κόκκινα υποδήματα. Από μια άποψη, αυτή η εξέλιξη ήταν φυσική. Για τους Ρωμαίους οι νόμοι είχαν σχεδόν θεϊκή υπόσταση και ο αυτοκράτορας ήταν ήδη από καιρό και νομοθέτης, πηγή των νόμων κατά κάποιον τρόπο. Ωστόσο, αυ­ τός ο καινοφανής, ανατολικής προέλευσης, δεσποτισμός με το πληθωρικό του τελετουργικό δεν έπαυε να ενοχλεί τους κατοίκους της Ρώμης. Από την άλλη, και η «ψυχρότητα» μάλλον τη Ρώμη έβλαπτε παρά τους αυτοκράτορες: ο Διοκλητιανός κυβερνούσε την Ανατολή σαν ημίθεος με έδρα τη Νικομήδεια, ενώ και ο Μαξιμιανός, ο ομόλογός του της Δύσης, προτιμούσε για έδρα του το Μιλάνο. Ο Διοκλητιανός, θέλοντας να τονίσει τη θεϊκή του υπόσταση, ισχυριζόταν πως καταγόταν από τον Δία, τον βασιλιά των θεών, με αποτέλεσμα να διευκολύνεται η ένταξή του στο ρωμαϊκό πάν­ θεον. Ο Μαξιμιανός, πάλι, είχε διαλέξει έναν λιγότερο επιφανή αλλά σαφώς πιο δημοφιλή πρόγονο: τον Ηρακλή. ΟΚωνστάντιος, καίσαρας της Δύσης, προσπάθησε να συνδυάσει την προσωπική του θρησκεία, τον Μιθραϊσμό, με την προσωπολατρία, παρου­ σιάζοντας τον εαυτό του σαν απόγονο του θεού Ήλιου, του Απόλ­ λωνα.

RkJQdWJsaXNoZXIy MTY1MTE=