Τσάι στη Σαχάρα

15 i Ξύπνησε, άνοιξε τα μάτια του. Το δωμάτιο δεν του θύμιζε σχεδόν τίποτα ∙ ήταν υπερβολικά βυθισμένος στην ανυπαρ­ ξία απ’ την οποία είχε μόλις επιστρέψει. Δεν είχε ούτε την ενέργεια να προσδιορίσει τη θέση του στον χρόνο και τον χώρο, αλλά ούτε και την επιθυμία για κάτι τέτοιο. Βρισκό­ ταν κάπου και είχε γυρίσει εκεί από το πουθενά, διασχίζο­ ντας αχανείς εκτάσεις ∙ στον πυρήνα της συνείδησής του υπήρχε η βεβαιότητα μιας ατελείωτης θλίψης, αλλά η θλί­ ψη ήταν καθησυχαστική, γιατί μόνο αυτή δεν του ήταν ξένη. Δεν είχε ανάγκη από άλλη παρηγοριά. Μέσα στην απόλυτη αποχαύνωση, στην απόλυτη χαλάρωση, έμεινε για λίγο τελείως ακίνητος κι έπειτα αφέθηκε ξανά σε έναν από εκείνους τους φευγαλέους, ελαφριούς ύπνους που ακολουθούν έπειτα από έναν βαθύ και παρατεταμένο. Ξαφ­ νικά άνοιξε τα μάτια πάλι και κοίταξε το ρολόι στον καρπό του. Ήταν απλώς μια ανακλαστική κίνηση, γιατί όταν είδε την ώρα δεν ένιωσε παρά σύγχυση. Ανασηκώθηκε, κοίτα­ ξε γύρω το φτηνιάρικο δωμάτιο, έπιασε το μέτωπό του και, ξεφυσώντας βαθιά, έπεσε πάλι στο κρεβάτι. Τώρα ωστόσο ήταν ξύπνιος ∙ λίγα δευτερόλεπτα αργότερα συνειδητοποίη­ σε πού βρισκόταν, κατάλαβε ότι ήταν αργά το απόγευμα

RkJQdWJsaXNoZXIy MTY1MTE=