Το ξιδοκόριτσο

| 7 | Ένα Η Κέιτ Μπατίστα είχε καταπιαστεί με την κηπουρική στην πίσω αυλή όταν άκουσε το τηλέφωνο της κουζίνας να χτυπάει. Ίσιωσε τους ώμους κι αφουγκράστηκε. Ήταν η αδελφή της στο σπίτι, αν και μπορεί να μην είχε ξυπνήσει ακόμη.Μα έπειτα το τηλέφωνο χτύπησε πάλι,και συνέχισε να χτυπά,κι όταν εντέλει άκουσε τη φωνή της αδελφής της ήταν μονάχα στο μήνυμα του αυτόματου τηλεφωνητή: « Γεια χαρά; Εμείς είμαστε; Μπα, δεν το κό- βω να ’μαστε σπίτι; Οπότε αφήστε... ». Στο μεταξύ η Κέιτ ανέβαινε ήδη βιαστικά τα πίσω σκαλιά, τι­ νάζοντας τα μαλλιά απ’ τους ώμους της μ’ ένα αγανακτισμένο «Τς τς τς!». Σκούπισε τα χέρια στο τζιν της κι άνοιξε τη σήτα της πόρτας. «Κέιτ» έλεγε η φωνή του πατέρα της «σήκωσέ το». Σήκωσε το ακουστικό.«Τι;» είπε. «Ξέχασα το μεσημεριανό μου». Το βλέμμα της στράφηκε στον πάγκο δίπλα στο ψυγείο, όπου, πράγματι, βρισκόταν το μεσημεριανό του, στο ίδιο ακρι­ βώς σημείο όπου η ίδια το ’χε αφήσει το περασμένο βράδυ.Χρη

RkJQdWJsaXNoZXIy MTY1MTE=