Το καπέλο που άκουγε τις σκέψεις των ανθρώπων

Φουσκώνει από περηφάνια, αλλά εκείνη ακριβώς τη στιγμή ηΜαι- ρούλα ξεκινά να προχωρά και πάλι. Στρίβει στη γωνία και, φφφφφφ, ένα δυνατό ρεύμα αέρα στέλνει το καπέλο ψηλά στον ουρανό. Φέρνει πέντ’ έξι τούμπες, κι έτσι όπως στροβιλίζεται χωρίς να μπο- ρεί να σταματήσει, περνά ξυστά από ένα δέντρο και η μοβ μεταξωτή κορδέλα του πιάνεται σ’ ένα κλαδί. Φφφφφφ, ο άνεμος το στέλνει όλο και πιο μακριά. Το κλοτσάει σαν τόπι στο άδειο γήπεδο ποδοσφαίρου, το τσαλαβουτάει σαν χάρτινο καραβάκι σε μια λακκούβα με νερά, το σέρνει σαν ψάθινη σκούπα απ’ άκρη σ’ άκρη στην πλατεία, το κολλάει σαν αφίσα στον τοίχο πίσω από τη στάση του λεω­ φορείου. Μέχρι που σιγά σιγά ο άνεμος ξεθυμαίνει και το αφήνει να προσγειωθεί, ταλαιπωρημένο και βρόμικο, σε έναν κήπο. «Καλά να πάθω που άφησα να πάρουν τα μυαλά μου αέρα. Πάει η όμορφη μοβ κορδελίτσα μου» λέει το καπέλο, ενώ τινάζει από πάνω του τη σκόνη. «Και το λαμπερό κίτρινο χρώμα μου πάει, χάθηκε κι αυτό… Τι να την κάνεις την ομορφιά; Κρατάει λίγο». Και με αυτή την τελευταία σκέψη, κλείνει τα μάτια του κου- ρασμένο και αποκοιμιέται.

RkJQdWJsaXNoZXIy MTY1MTE=