Ο τόπος των μυστικών

1 Ή ρθε να με βρει μόνη της. Οι περισσότεροι κρατάνε την απόστασή τους: ένα βραχνό μουρμουρητό στη γραμμή πληροφοριών –«Το ’95 είδα…»–, χωρίς να δώσουν όνομα, και αν ρωτήσεις το κλείνουν. Ένα γράμμα εκτυπωμένο και σταλ- μένο από άλλη πόλη, το χαρτί και ο φάκελος δίχως ίχνος πάνω τους. Αν θέλουμε κάποιον, πρέπει να τον κυνηγήσουμε. Αλλά εκείνη… εκείνη ήρθε να με βρει. Δεν την αναγνώρισα. Είχα ανέβει τα σκαλιά και περπατού- σα ανάλαφρα προς την αίθουσα της ομάδας. Ήταν ένα μαγιά- τικο πρωινό που έμοιαζε με καλοκαίρι, ο ήλιος δυνατός, χυνό- ταν μέσα από το παράθυρο της υποδοχής, φωτίζοντας όλη την αίθουσα με τους ραγισμένους σοβάδες. Μια μελωδία έπαιζε στο μυαλό μου και σιγοτραγουδούσα. Την είδα, φυσικά την είδα. Καθισμένη σταυροπόδι στον γδαρμένο δερμάτινο καναπέ στη γωνία, με τα χέρια σταυρω- μένα, να κουνάει τον αστράγαλό της πάνω κάτω. Είχε μακριά πλατινέ αλογοουρά, κομψή σχολική στολή, καρό φούστα πρά- σινη και μπλε μαρέν, μπλε σακάκι. Η κόρη κάποιου, υπέθεσα, που περίμενε τον μπαμπά να την πάει στον οδοντίατρο. Ίσως η κόρη του αστυνομικού διευθυντή. Κάποιου που παίρνει πιο πολλά λεφτά από μένα, τέλος πάντων. Δεν ήταν μόνο το έμβλη- μα στο σακάκι, αλλά το γεμάτο χάρη καμπούριασμά της, ο τρόπος που είχε προτεταμένο το πιγούνι της λες και το μέρος τής ανήκε αν έκανε τον κόπο να ασχοληθεί με τη γραφειοκρατία. Πέρασα μπροστά της –έγνεψα βιαστικά, σε περίπτωση που ήταν η κόρη του αφεντικού μου– και πήγα προς την πόρτα.

RkJQdWJsaXNoZXIy MTY1MTE=