Τα πουλιά της Μπανγκόκ

Τ Α Π Ο Υ Λ Ι Α Τ Η Σ Μ Π Α Ν Γ Κ Ο Κ 13 κορμιά διαλεγμένα για τη νιότη και κορμιά που η γη τα μαρα- γκιάζει, όπως μαραγκιάζει τις πέτρες ή τα ξερόκλαδα. Θα της πω: “Γιατί διάλεξες εμένα απόψε;” Θα της πω: “Μήνες και μήνες περίμενα τούτη τη στιγμή, από τότε που σε είδα στο Παλάου δε λα Μούσικα, όταν μας σύστησαν οι Σοθίας. Αν και στην πραγματικότητα σε θυμόμουν από χρόνια πριν. Πολλά χρόνια. Δεν θα το πιστέψεις. Από το πανεπιστήμιο. Nαι, από το πανεπιστήμιο. Εσύ φοιτούσες στο προηγούμενο έτος – ήταν ακόμη μαζί οι σχολές της Nομικής και της Φιλολογίας, νομίζω πως ήταν η τελευταία χρονιά που ήμασταν όλοι μαζί στο παλιό πανεπιστήμιο. Σε έβλεπα από το κάτω προαύλιο και σχεδόν σε μύριζα. Μην γελάς. Έχεις ένα κορμί από κείνα που τα οσφραί- νεται κανείς”». O διάλογος, όμως, ήταν ανέφικτος γιατί η Θέλια δεν έλεγε να γυρίσει. «Θέλια; Πού είσαι; Συμβαίνει τίποτα;» Σηκώνει τον πισινό της απ’ το κάθισμα και προχωρά με τα πόδια ανοιχτά, ενώ με τα χέρια της προσπαθεί να ξεκολλήσει το παντελόνι από τους λαγόνες και τους γλουτούς της –«πολλή σάρκα και στενό παντελόνι» σκέφτεται–, γυρεύοντας να πετύ- χει μια κάποια άνεση στο βάδισμα που θα τη βοηθούσε να μπει στην κουζίνα με φυσικότητα. Ακούμπησε με το χέρι στο υπέρ- θυρο για να ατενίσει το θέαμα. Η Θέλια καθόταν σ’ ένα τραπέ- ζι στον βοηθητικό χώρο της κουζίνας και έδειχνε να κοιτάζει έκπληκτη την μποτίλια της σαμπάνιας, έτσι όπως ήταν κρου- σταλλιασμένη από τον πάγο που έλιωνε κάτω απ’ το φως της λάμπας. Ένα τσουλούφι απ’ τα ριχτά μαλλιά της Θέλια έπεφτε σαν αφέλεια πάνω απ’ το μέτωπο και τη μύτη της και το προ- σηλωμένο βλέμμα της θα μπορούσε να εστιάζεται τόσο στη μεταλλαγή της μποτίλιας όσο και στα μαλλιά της. Ένα χαμόγε- λο τρυφερότητας απάλυνε τα χαρακτηριστικά της γυναίκας που ακουμπούσε στο υπέρθυρο.

RkJQdWJsaXNoZXIy MTY1MTE=