Τα πουλιά της Μπανγκόκ

Κ αι ξάφνου είχε την αίσθηση πως η άλλη την ενοχλούσε. Ήθελε να μείνει μόνη, να τεντώσει το κορμί της στα καθα- ρά σεντόνια, να σβήσει τον πόνο που απλωνόταν στο εσωτερικό του κεφαλιού της σαν μια σκουρόχρωμη σάλτσα, να σκεφτεί τρία τέσσερα πράγματα που είχαν συμβεί εκείνη τη νύχτα, να ξεχάσει άλλα τόσα από κείνα που χωρίς αμφιβολία θα συνέβαι- ναν την επόμενη μέρα. «Ίσως αν σωπάσω όταν σταματήσει να μιλά… Ίσως τότε να ερμηνεύσει τη σιωπή μου σαν μια παρό- τρυνση να με αφήσει μόνη, να φύγει». Για να προκαλέσει, όμως, αυτή την αίσθηση στην άλλη, έπρεπε προηγουμένως να την καταφέρει να πάρει το μπράτσο της από τους ώμους της, να τραβήξει εκείνο το φιδίσιο κρεμάμενο χέρι που κάθε τόσο της χάιδευε το λαιμό ή αφηνόταν να πέσει στην άβυσσο αγγίζοντας ξυστά τη ρώγα του στήθους της. Η συζήτηση συνεχιζόταν. Δεν περιστρεφόταν πια γύρω από τα ξένα προβλήματα, των άλλων πρωταγωνιστών του πάρτι που είχε τελειώσει, μα γύρω απ’ τα δικά τους. «Γυναικεία προβλήματα. Που μόνο εμείς οι γυναίκες μπο- ρούμε να τα καταλάβουμε». Έτσι είπε εκείνη – «Πώς τη λένε;» Ένα ηλίθιο στραβοπάτη- μα – «Πώς τη λένε;» Και δεν μπορούσε να τη διακόψει για να τη ρωτήσει: «Πώς σε λένε;», γιατί λίγα λεπτά νωρίτερα την είχε παρακαλέσει να μείνει, αυτή η ίδια είχε προκαλέσει την όλη κατάσταση ανταποκρινόμενη στις ματιές της και ψιθυρίζο- ντάς της ένα: «Θες να μείνεις;», που οι άλλοι το είχαν ακούσει, που το είχε πει για τους άλλους, ώστε να βγουν απ’ το σπίτι της κρυφομιλώντας, για να μουρμουρίζουν έπειτα φωναχτά στο

RkJQdWJsaXNoZXIy MTY1MTE=