Συνωμοσία της φωτιάς

9 1 « Μ ας ακολουθούν» είπε ο Γιουτζίν ΜακΣόρλεϊ. Το Ford Focus αιωρήθηκε για μια στιγμή, ελαφρύ σαν πούπου­ λο, πάνω από το ύψωμα και ξανάπεσε μ’ έναν γδούπο στην άσφαλτο. Οι αναρτήσεις του, που μετρούσαν ήδη οχτώ χρόνια, δεν μπόρεσαν να μετριάσουν τους κραδασμούς. Ο ΜακΣόρλεϊ είχε το βλέμμα του καρφωμένο στο καθρεφτάκι. Το ασημί Skoda Octavia είχε χαθεί πίσω από τον λόφο που μόλις είχαν περάσει. Τους ακολουθούσε στον στενό επαρχιακό δρόμο από την ώρα που πέρασαν τα σύνορα στον Βορρά. Ο Κομίσκι στριφογύρισε στη θέση του συνοδηγού. «Δεν βλέ­ πω κανέναν» είπε. «Όχι, στάσου. Σκατά. Μπάτσοι είναι;» «Ναι» είπε ο ΜακΣόρλεϊ. Το Skoda ξαναφάνηκε στον καθρέ­ φτη. Τα τζάμια του ήταν σκουροπράσινα, και ο ΜακΣόρλεϊ δεν μπορούσε να διακρίνει τους επιβάτες, αλλά σίγουρα ήταν μπά­ τσοι. Η άσφαλτος σκοτείνιαζε από το ψιλόβροχο, που όλο και δυνάμωνε, ενώ πάνω από τα πράσινα χωράφια ο άχρωμος και αδειανός ουρανός κρεμόταν σαν βαρύ γκρίζο σεντόνι. «Χριστέ μου». Ο Χιουζ, στο πίσω κάθισμα, αναστέναξε. «Θα μας σταματήσουν;» «Έτσι φαίνεται» είπε ο Κομίσκι. «Σκατά». Το Focus περνούσε δίπλα από σειρές θάμνων που δη­ μιουργούσαν κάτι σαν φράχτη. Ο ΜακΣόρλεϊ έλεγχε την ταχύτη­ τά του, προσπαθώντας να μην ξεπεράσει τα εκατό χιλιόμετρα. «Δεν πειράζει» είπε. «Δεν έχουμε τίποτα πάνω μας. Εκτός κι αν οι τσέπες σας είναι γεμάτες κόκα».

RkJQdWJsaXNoZXIy MTY1MTE=