Στην καρδιά της Κούβας

[ 22 ] ρέκλα, με τα μάτια μισόκλειστα κι ένα μεγάλο φλιτζάνι καφέ στο χέρι. Νομίζω ότι το κεφάλι μου θα σπάσει. Εκείνη τη στιγμή χτυπάει το τηλέφωνο. Είναι ο Νταρίο: «Είσαι ζωντανός;». «Ναι, αλλά το κεφάλι μου θα ανατιναχτεί». «Είναι επειδή τα ανακατέψαμε όλα. Αλλά το διασκεδάσαμε. Κι εγώ έχω λίγο πονοκέφαλο από το μεθύσι. Χα χα χα». «Και τι συνέβη; Έχω μια μαγνητική κάρτα και μερικά προφυλα­ κτικά στην τσέπη». «Ααα, γι’ αυτό η Κέιτ είχε εκνευριστεί τόσο πολύ μαζί σου!» «Δεν ξέρω. Δεν θυμάμαι τίποτα». «Κάνατε διάφορα εκεί, μπροστά σε όλο τον κόσμο. Αλήθεια δεν θυμάσαι; Δεν το πιστεύω». «Σοβαρά σου μιλάω. Δεν θυμάμαι τίποτα». «Κι όταν άρχισες να χορεύεις σαν γορίλλας; Έμοιαζες με πίθηκο, χα χα χα. Σε έχω βγάλει φωτογραφίες. Απίστευτο. Θα σ’ τις δώσω». «Ωωχ». «Εκείνη ήθελε να σε πάρει μαζί της στο ξενοδοχείο, αλλά και οι δύο παραπατούσατε και πέφτατε. Έτσι, σε έβαλα σε ένα ταξί και σε πήγα σπίτι σου». «Αα, εσύ με έφερες;» «Ναι, φυσικά». «Καλά, να σου πω, δεν μπορώ ούτε να μιλήσω. Θα τα πούμε αύ­ ριο;» «Η Κέιτ κι εγώ φεύγουμε απόψε». «Οκέι, φίλε…» «Θα σου τηλεφωνήσω». «Έγινε. Τα λέμε».

RkJQdWJsaXNoZXIy MTY1MTE=