Σώσε με

Δ Η Μ Η Τ Ρ Η Σ Σ Ι Μ Ο Σ 18 Επιτέλους προχωράμε. Ο δρόμος ανοίγει σιγά σιγά, αλλά δεν ανεβάζω ταχύτητα. Δεν βιάζομαι να φτάσω στο Κρυφό. Πέρασα τα πρώτα δεκαεννιά χρόνια της ζωής μου εκεί και ήταν αρκετά για να μη σκεφτώ ούτε στιγμή τον «επαναπατρισμό» ύστερα από τις σπουδές στην Αθήνα. Η πόλη με κράτησε κοντά της και εγώ βρήκα σε αυτήν την ομορφιά· σε μια κρυφή αυλή πίσω από το τσιμέντο της πολυκατοικίας, στην τέχνη που βγά- ζουν τα σώματα που στριμώχνονται στο μετρό και στα λεωφο- ρεία, στην ικανότητα να είσαι άγνωστος ανάμεσα σε αγνώστους. Μου λείπει η μαμά. Μόνο για εκείνη εξακολουθώ και κρατώ την παράδοση να τρώμε όλες μαζί στο μνημόσυνο του πατέρα στο χωριό κάθε χρόνο. Πέρασαν είκοσι χρόνια από τη νύχτα που μας άφησε μόνες σε τούτο τον κόσμο. Εμένα, τη μαμά και τις δυο αδελφές μου. Εγώ ήμουν δεκαπέντε χρονών τότε, έμπαινα στα δεκάξι. Η Ράνια μάς άφησε έναν μήνα μετά την ενηλικίωσή της για την Αθήνα και έμεινα με τη δωδεκάχρονη αδελφή μου και τη μαμά. Η μαμά είναι μουσικός, βιολίστρια. Θα είχε κάνει μεγάλη καριέρα αν δεν πέθαινε ο πατέρας. Ήταν έτοιμη, λίγο ακόμα της είχε μείνει για να κλείσει τις συναυλίες στο εξωτερικό, και μου είχε υποσχεθεί πως θα με έπαιρνε μαζί της. Δεν τα κατά- φερε. Δυναμώνω τη μουσική. Σφίγγω το τιμόνι. Η φετινή συνάντηση θα είναι διαφορετική. Δεν έχω προετοι- μαστεί γι’ αυτό, αλλά γνωρίζω πως η μόνη που θα κουβαλάει ακόμη την ταμπέλα «ξένη» είμαι εγώ. Η μικρότερη αδελφή μου σπούδασε στην Κομοτηνή και εδώ και μερικά χρόνια δουλεύει στο Πανεπιστήμιο Θράκης. Ποτέ δεν έφυγε από τα ντόπια χώ- ματα και δεν λογίζεται για ξένη. Η μεγαλύτερή μου αδελφή, η Ράνια, γύρισε πριν από έξι μήνες στο Κρυφό. Κληρονόμησε τον καφενέ του παππού και πήγε εκεί να κάνει τη μαγείρισσα. Και στην Αθήνα το ίδιο έκανε, σεφ είναι. Δεν μου πέφτει λόγος για τον δρόμο που τραβά. Ποτέ δεν μου έπεφτε.

RkJQdWJsaXNoZXIy MTY1MTE=