Σκυλίσια Μέρα

23 Σ Κ Υ Λ Ι Σ Ι Α Μ Ε Ρ Α «Ο σκύλος που ήταν στο σπίτι πού βρίσκεται;» ρώτησα. «Στην αποθήκη». «Μπορούμε να τον δούμε;» Οι δυο άντρες με κοίταξαν εμβρόντητοι με απορία. «Θα ήθελα να τον ανακρίνω» αστειεύτηκα. Ο Πινίγια έβαλε τα γέλια: «Αν περνούσε απ’ το χέρι μου θα τον καταδίκαζα σε ισόβια! Το να ’χεις σκυλιά στο τμήμα είναι μεγάλο μπέρδεμα, πιστέψ­ τε με». Μας οδήγησε σε μια μεγάλη αποθήκη στο υπόγειο. Τα πιο ετερόκλητα αντικείμενα ήταν στοιβαγμένα σε κάτι τεράστια ράφια από νοβοπάν. Σε μια γωνιά, απομονωμένη μ’ ένα μεταλ­ λικό πλέγμα, πλάι σ’ ένα μπολ με σκυλοτροφή και ένα άλλο με νερό ήταν κουλουριασμένος ένας σκύλος. Μόλις μας είδε, πετά­ χτηκε πάνω και βάλθηκε να γαβγίζει με όλη του τη δύναμη. «Να τος ο μπάσταρδος! Όπως βλέπετε δεν έχει χάσει ακόμη το ηθικό του». «Τι άσχημος που είναι ο άτιμος!» πέταξε ο Γκαρθόν. Και όντως ήταν. Αδύνατος, αυτιάς, μικρόσωμος και στροβο­ κάνης, μαλλιαρός μ’ ένα τρίχωμα σκέτη τζίβα. Ωστόσο, κάτι στο βλέμμα του μου κέντρισε την προσοχή. Πέρασα το χέρι μου μέσα απ’ τα κάγκελα και του χάιδεψα το κεφάλι. Αμέσως ένιω­ σα στη ρώγα των δακτύλων μιαν ευχάριστη ζέστη. Το ζώο μου ’ριξε ένα συλλογισμένο βλέμμα κι ένα ειλικρινές γλείψιμο. «Είναι συμπαθητικός» αποφάνθηκα. «Ετοιμάστε τον, αξιω­ ματικέ, θα τον πάρουμε μαζί μας. Θα τον χρειαστούμε στην έρευνα». Ο Πινίγια δεν αντέδρασε, ο Γκαρθόν, όμως, έμεινε αποσβο­ λωμένος. Στράφηκε προς το μέρος μου: «Δεν μου λέτε, αστυνόμε, τι διάβολο υποτίθεται πώς θα τον κάνουμε εμείς αυτό τον κόπρο;».

RkJQdWJsaXNoZXIy MTY1MTE=