Σκοτεινός λαβύρινθος

Σ Κ Ο Τ Ε Ι Ν Ο Σ Λ Α Β Υ Ρ Ι Ν Θ Ο Σ 13 Η νεαρή γυναίκα χαμογελάει. «Ας όψεται το ίντερνετ». Ο κοντοκουρεμένος νεαρός κατεβάζει μια υπερμεγέθη μπου­ κιά. Στραγγίζει τον καφέ του. Παίρνει την κανάτα. Γεμίζει πάλι την κούπα. «Έχουμε κάτι να σας πούμε». «Εσύ ή εγώ;» Ο νεαρός κάνει μια ελαφριά υπόκλιση με το κεφάλι. «Εσείς βέβαια, κυρία μου». Το μεσήλικο ζευγάρι ανταλλάσσει μια πονηρή ματιά. «Τι συμβαίνει, παιδιά; Μήπως...» Το πρόσωπο της νεαρής γυναίκας λάμπει. «Ε, ναι, λοιπόν... Τριών μηνών!» Η γυναίκα απέναντι σηκώνεται. Έρχεται κοντά της. Την αγκαλιάζει σφιχτά. Σκουπίζει τα δάκρυα με την ανάστροφη της δεξιάς παλάμης. «Μπράβο, κορίτσι μου. Αυτά είναι υπέροχα νέα». Ο νεαρός άντρας χάνεται στο πέτρινο σπίτι. Επιστρέφει σε μερικά δευτερόλεπτα, κρατώντας ένα μικρό πυρέξ. Ο μεσήλικας του ρίχνει ένα αποδοκιμαστικό βλέμμα. «Τι ’ναι τούτο πάλι; Με χειροποίητο τσίζκεϊκ θα το γιορτά­ σουμε;» «Αυτό βρήκαμε να κάνουμε, μ’ αυτό θα το γιορτάσουμε. Αύριο, που θα κατέβω στον Μαραθώνα, θα σου φέρω και γα­ λακτομπούρεκο». Τη στιγμή που οι δυο άντρες κατεβάζουν την πρώτη μπουκιά, ακούν βήματα να πλησιάζουν. Κοιτάζονται απορημένοι. Είναι πολύ νωρίς. Ένας ψηλός, καλογυμνασμένος άντρας πλησιάζει αργά την εξώπορτα της αυλής. Φοράει μια φαρδιά σκούρα χακί καμπαρ­ ντίνα. Καθώς σπρώχνει την πόρτα και μπαίνει, θαρρείς κι ένα ψυχρό ρεύμα αέρα τον ακολουθεί ορμητικό και μια ισχυρή δίνη από μόρια αέρα στροβιλίζεται ξαφνικά στο χλωμό φως του

RkJQdWJsaXNoZXIy MTY1MTE=