Ρου

Κοίτα κάτω. Στέκομαι ανάμεσα σε καφέ, άσπρες, κίτρινες, μαύρες τρίχες. Σκλη- ρές, ανθεκτικές, ταλαιπωρημένες. Τρίχες. Τι βλέπεις; Το βασίλειό μου. Μια πάχνη από ανθρώπινα υπολείμματα − το πιο μικρό ίχνος ζωής. Και εγώ στη μέση βοσκός που μαζεύει τα πρόβα- τά του, σέρνω τη σκούπα προς τη στάνη μου − στο μισοσπασμένο φαράσι μου. Άλλες κολλάνε εκεί, τρίχα με τρίχα, άλλες πιάνονται στα χέρια, μαλλιά κουβάρια. Hλεκτρίζονται, απομακρύνονται, κρύβονται κάτω από τις καρέκλες, τις πολυθρόνες, εισχωρούν στις πιο μικρές χαραμάδες που υπάρχει ζωή. Μάχη ολόκληρη, μία κα- θημερινή μάχη επιβίωσης. H τρίχα είναι σισύφειο έργο. Ποτέ δεν τιθασεύεται εξολοκλήρου. Πάντα θα βρεθεί κάποια που ξεμάκρυνε, που το έσκασε, που τρύπωσε αλλού... Κοίτα κάτω. Τι βλέπεις; Δεν τη βλέπω πια… την ακούω.

RkJQdWJsaXNoZXIy MTY1MTE=