Ρου

ΡΟΥ 23 έφτιαχνε σκαμνάκια να κάθομαι, να βάζω τις κούκλες μου, μολυβάκια, μολυβοθήκες, από δέρματα, τα χέρια του ήταν κόκκινα, πλατιάκαι ροζιασμένα. Δεν είχα ξαναδεί ποτέ τέτοια δάχτυλα, μικρή νόμιζα ότι μπορούσε να σηκώσει μόνος του έναν κορμό δέντρου. Δυνατά πόδια, μεγάλα, με κότσια, φλέ- βες πεταγμένες, η αρθρίτιδα τον είχε ξεκάνει. Στραβά πα- τούσε, στραβά βρισκόταν. Είχε και μουστάκια − κάτι ροδο- κόκκινες σκληρές τρίχες που άσπριζαν στο τέλος. Θυμάμαι μικρή που με ανέβαζε στους ώμους του και έπιανα τα κλα- διά των δέντρων, με πήγαινε να ψαρέψουμε, να μαζέψουμε φρούτα, κατεβαίναμε στο λιμάνι και καθόμασταν στα κα- φενεία και παίζαμε πρέφα. Έπινε ελληνικό καφέ τάχαμου, και από κάτω το καραφάκι με το τσίπουρο. Γκάριζε η άλλη, να το κόψει, τι να κόψει ο άνθρωπος με σένα, πάλι καλά… Η γιαγιά −έχω και το όνομά της, Ζαχαρούλα με λένε− είχε τρίχες στο πιγούνι, σκληρές, μαύρες, ενοχλητικές. Έπρεπε να βρίσκονται εκεί; Σαν τραγί ήταν η γιαγιά… Κάτι μπαρ- μπάδες μου την έλεγαν το θείο τραγί. Την είχαν θεία. – Ποια είναι η μοίρα της γυναίκας; Ένας της αρμόζει, έναν πρέπει να πάρει, επαναλάμβανε συνέχεια η γιαγιά μου. − Έτσι έδεσε το γλυκό. Άμα ένας σου αρμόζει, σκάσε και κο- λύμπα. Και μετά βγαίνουμε όλοι εμείς, και άντε να βρούμε άκρη…Πρέπει να έχετε πολλή δουλειά εσείς, έτσι δεν είναι;

RkJQdWJsaXNoZXIy MTY1MTE=