Ρομπέν των δασών (Η πρώτη μου λογοτεχνία)

Θυμάμαι… χάραμα ήταν και περπατούσα μονάχος μου στο καταπράσινο δάσος του Σέργουντ. Ο ήλιος τρύπωνε ανάμεσα στα κλαδιά. Έγερναν τα φύλλα των βελανιδιών από την πρωινή δροσιά. Ήμουν σ’ ένα ξέφωτο, με το τόξο στον ώμο, τα βέλη στη φαρέτρα. Ξαφνικά, περνά από μπροστά μου μια αγέλη ελαφιών. Όμορφα ζωντανά, περήφανα. Τα κέρατά τους χάιδευαν τον αέρα. Ασυναίσθητα έφερα το χέρι μου στο τόξο· σκέφτηκα να σημαδέψω ένα από αυτά. Πεινούσα, βλέπετε, πολύ. Όμως μέσα μου είπα: Όχι. Όσο κι αν πεινά κανείς, κρίμα είναι να σκοτωθεί ένα τέτοιο ζωντανό.

RkJQdWJsaXNoZXIy MTY1MTE=