Πρωινή γαλήνη

Βουητό Στον ύπνο του έβλεπε ότι πετούσε. Ονειρευόταν εναέριες πτήσεις μέσα σε νέφη διάτρητα από τις ακτίνες του ήλιου, μα κι όταν ξυπνούσε, νωρίς, με το λυκαυγές, στο άκουσμα του μονότονου βόμβου της έλικας –που στ’ αυτιά του ήταν η πιο γλυκιά μελωδία–, στη θέα των αεροπλάνων που πετούσαν πάνωαπό την πόλη με τους καταρράκτες κατευθυνόμεναπρος το Βέρμιο, φανταζόταν ότι βρίσκεται μέσα σ’ ένα από αυτά τα ελικοφόρα αναγνωριστικά· φανταζόταν ότι το επόμενο βήμα του θα ήταν το τελευταίο πάνω στη γη. Το όνειρο είχε απλώσει ρίζες βαθιά μέσα του από πολύ νωρίς, όμως ήταν λες και η γη δεν τον άφηνε να πετάξει. Ο πατέρας του ήταν σιδεράς, διατηρούσε υπόγειο χυτήριο κι έφτιαχνε κρεβάτια – γερά, μεταλλικά κρεβάτια. Όταν δεν είχε μαθήμα­ τα στο σχολείο, έπρεπε να εργάζεται πλάι στον πατέρα του, αναλογιζόμενος πως και ο ίδιος εκεί μέσα θα κατέληγε κάποια στιγμή – στο χυτήριο. Τις ζεστές μέρες του καλοκαιριού, πα­ τέρας και γιος ξεκινούσαν μετά τις έντεκα το βράδυ και τέ­ λειωναν κατά το χάραμα. Τον χειμώνα, στις σχολικές αργίες, ξεκινούσαν την ώρα που σταματούσαν το καλοκαίρι, κλεισμέ­ νοι στο σκιερό υπόγειο με τον μεγάλο στρογγυλό φούρνο από λαμαρίνα, ντυμένο εσωτερικά με πυρόχωμα για ν’ αντέχει

RkJQdWJsaXNoZXIy MTY1MTE=