Περιπέτεια στους Ινδιάνους (Ο μικρός δράκος Καρύδας)

16 «Αυτή τη φορά δε ζαλίστηκα καθόλου» λέει ευ- χαριστημένη η Ματίλντα. «Γιατί να ζαλιστείς;» ρωτάει ο Ευγένιος. «Στην πτήση προς Αφρική κουνούσες πολύ. Έτρεμες ολόκληρος σαν λεύκα που τη φυσάει ο άνεμος». «Λες βλακείες!» μουγκρίζει ο Ευγένιος. «Δε λέω!» «Αποκλείεται!» «Δεν αποκλείεται!» «Παιδιά» λέει ο Καρύδας. «Για κοιτάξτε μια στιγ- μή! Βουβάλια δεν είναι αυτά;» Ως τον ορίζοντα απλώνεται απέραντη η πεδιά­ δα. Εδώ κι εκεί ξεχωρίζουν ψηλά βράχια, που λά- μπουν στο φως του ήλιου. Λίγο πιο πέρα οι φί- λοι βλέπουν μαύρα σημαδάκια, που προχωρούν αργά. «Ναι, βουβάλια είναι» λέει ο Ευγένιος. «Να σας πω: φέρτε μου κι εμένα λίγο βουβαλίσιο κρέας, έτσι, σαν αποζημίωση για τον κόπο μου. Αλλά να προσέχετε τους Ινδιάνους Σιου». «Έχει Ινδιάνους εδώ;» ρωτάει ο Καρύδας. «Αν έχει, λέει!» Οπρασινόδρακος βολεύεται κά- τω από το δέντρο, κλείνει τα μάτια και μουρμου- ρίζει: «Θα σας περιμένω εδώ».

RkJQdWJsaXNoZXIy MTY1MTE=