Πέρα από τα παλιά ασήμια (Μεταίχμιο Pocket)

[ 25 ] Επιφυλακτική, η Έλσα –αν υπήρχε τέτοια σύμπτωση, αν μόνο υπήρχε, θα έπρεπε να παραδεχτεί πως…– φόρεσε τα γυαλιά και φώτισε καλύτερα τη φωτογραφία με το κινητό της τηλέφωνο. Τα μάτια της καρφώθηκαν σε αυτά που φαίνονταν πάνω στους ώμους του κοριτσιού. Τα μισοέκλεισε για να κεντράρει καλύτερα την όρα- σή της. Ναι, δεν υπήρχε αμφιβολία, ήταν δύο μεγάλοι ηλίανθοι κε- ντημένοι πάνω σε αυτό που φορούσε η Σεβαστή –ογδόντα δύο; ογδόντα τέσσερα;– χρόνια πριν. Έτοιμη να καταρρεύσει –τόσα αλλεπάλληλα ραντεβού με τη μοίρα μέσα σε μια μέρα κανείς δεν θα τα άντεχε, πόσο μάλλον αυτή, μια ευάλωτη συναισθηματικά γυναίκα–, «Είναι ηλίανθοι, Άλεξ, έχεις δίκιο…» μουρμούρισε και ασυναίσθητα –τι κι αν συγκράτησε το «σ’ αγαπώ», εκείνο βρήκε τρόπο και ξεγλίστρησε–, ασυναίσθητα του φίλησε το εσωτερικό του καρπού του, έτσι όπως το χέρι του ήταν τεντωμένο μπροστά στα μάτια της κρατώντας τη φωτογραφία. Σπίθες πετάχτηκαν στον αέρα από εκείνο το άγγιγμα. Την κοίτα- ξε σοβαρός, σπάνια ήταν τόσο. Αν δεν κατέβαζε τα μάτια της γρή- γορα, ίσως διαπίστωνε πως έτρεμε κάπως το πιγούνι του. Τα κατέ- βασε όμως και παρατήρησε την ουλή που ξεκινούσε από τον καρπό του δεξιού του χεριού και ανέβαινε σχεδόν ως τη μασχάλη, στο μέσα μέρος του μπράτσου. Δεν την είχε προσέξει τις προηγούμενες μέρες, ίσως ήταν η πρώτηφορά που το χέρι του βρισκόταν ακριβώς μπροστά στα μάτια της, ίσως και η πρώτη φορά που τον κοιτούσε χωρίς να βιάζεται να αποτραβήξει το βλέμμα της από πάνω του. Έσυρε το δάχτυλό της κατά μήκος της ουλής. «Πονούσες;» τον ρώτησε και ήθελε να τη φιλήσει, να κολλήσει τα χείλη της για πάντα εκεί πάνω, να τη βυζάξει ίσως. «Όχι» βόγκηξε οΆλεξ. «Ήμουν νεογέννητος…Ήλίγων μηνών…

RkJQdWJsaXNoZXIy MTY1MTE=