Τα παλιά ασήμια

12 Μ Α Ι Ρ Η Κ Ο Ν Τ Ζ Ο Γ Λ Ο Υ πιο ζοφερό καθώς τα βλέφαρα σφίγγονται πιο δυνατά –πό- ση δύναμη μπορούν να έχουν τα βλέφαρα;–, σφίγγονται σε μια απέλπιδα προσπάθεια να διώξουν τους ήχους, λες και ακούει με τα μάτια… Μια ξένη γυναικεία φωνή προσποιείται ανεπιτυχώς πως μαλώνει τους υπόλοιπους, ή έστω όσους αναίσχυντα γελάνε δυνατά, και αυτή, ενώ συνειδητοποιεί πως οι παλμοί της τώρα είναι πιο άταχτοι, ακούει μια άλλη φωνή, ανδρική τώ- ρα, κάτι να λέει για σουτζούκια και πιλάφια τουΠαραδείσου. Τότε όλοι –όλοι; Πώς είναι δυνατό να ξέρει με τα μάτια σφαλιστά;–, οι περισσότεροι τέλος πάντων ξεσπάνε σε γέλια. Το κενό στο στομάχι όσο πάει και μεγαλώνει ενώ τα γέλια επαναλαμβάνονται, το διάφραγμα πιέζει την καρδιά της, θα σπάσει, θα σταματήσει, θα εκραγεί – είναι τόσο σίγουρη γι’ αυτό! Τα χέρια τρέμουν παγωμένα και ο ιδρώτας κυλάει, επιτέλους, ανάμεσα από τα σφιγμένα δάχτυλα. Πανικός. Μια αξιοπρεπέστατη κρίση πανικού. Τα δευτερόλεπτα συνθέτουν αγκομαχώντας τρομαγμένα λεπτά. Το τρεμάμενο ιδρωμένο χέρι ανοίγει στα ψαχουλευ- τά τη βαλβίδα του αέρα πάνω από το κεφάλι της, δροσιά, κάποια δροσιά. Οι παλμοί της καρδιάς της συνεχίζουν τον ξέφρενο χορό τους γεμίζοντας ασφυκτικά τα αυτιά της . Μαζεύει κάποια ξέφτια ψυχραιμίας που τριγυρίζουν αδέ- σποτα στο σταματημένο της μυαλό, ενώ μια φωνή στο βάθος της συνείδησής της υπαγορεύει: «Κορίτσι μου; Είσαι καλά; Ανάπνευσε, πάρε βαθιά ανάσα, κορίτσι μου. Έτσι μπράβο. Κράτα την αναπνοή σου όσο μπορείς. Μπράβο, εκπνοή! Πάλι, μαζί, ακολούθα με!».

RkJQdWJsaXNoZXIy MTY1MTE=