Πράκτορας δίχως άδεια 3: Ο τελευταίος επιζών

[ 7 ] ΚΕΦΑΛΑΙΟ 1 «Π ώς σε λένε;» ρώτησε το κοκκινομάλλικο κορίτσι ρί- χνοντας ένα χαμόγελο στον Κίερον. «Κ…Κίερον» τραύλισε εκείνος. «Εσένα;» Η κοπέλα αναστέναξε και χτύπησε με το δάχτυλο το τα- μπελάκι που ήταν καρφιτσωμένο στο πουκάμισό της. «Μπεθ και ρώτησα πώς σε λένε για να σε φωνάξω μόλις είναι έτοιμος ο καφές σου». Μ’ ένα μαρκαδοράκι έγραψε επιδεικτικά Κέιρον σ’ ένα χαρτάκι και το κόλλησε στο πλάι μιας κούπας. «Ξέρεις, για να σε ειδοποιήσω να τον πάρεις». «Α, οκέι». Αναρωτήθηκε αν έπρεπε να της πει ότι το είχε γράψει λάθος, όμως προτίμησε να μην το κάνει. Όλοι είτε το έγραφαν όπως η κοπέλα είτε έβαζαν ένα «α» στο τέλος αντί για «ο». Το είχε συνηθίσει. Κάποτε είχε ρωτήσει τη μητέρα του γιατί του είχαν δώσει ένα τόσο ασυνήθιστο όνομα. «Α, ναι;» είχε πει εκείνηαφηρημένη. «Βρίσκεις;Νομίζωπως έτσι έλεγαν έναν απ’ τους φίλους του μπαμπά σου. Μπορεί να ’χε έρθει και στον γάμο». Αμέσως μετά συνοφρυώθηκε και πρόσθεσε, απλώνοντας το χέρι για να πιάσει το μπουκάλι με το ροζέ κρα- σί από τον πάγκο της κουζίνας: «Μήπως σκέφτομαι την Κίλι; Όχι, μ’ αυτήν το έσκασε και μας παράτησε».

RkJQdWJsaXNoZXIy MTY1MTE=