Ο σάκος του φόνου (Pocket)

[ 12 ] Όλα είχαν γίνει συντρίμμια. Θα μπορούσε να ξεσπάσει σε κλάματα αγανάκτησης. Αλλά κατέπνιξε τα δάκρυα κι έσφιξε τα δόντια και συνέχισε να έρπει προς την πόρτα, πόντο τον πόντο, εκατοστό το εκατοστό, νιώθο- ντας το σκισμένο δέρμα στους αγκώνες και στα γόνατά της καθώς τα ’σερνε πάνω στο πάτωμα του υπογείου, γδέρνοντάς τα κι άλλο, ολοένα. Το κακό ήταν απτό σε τούτο το δωμάτιο. Μα δεν ήταν γραφτό της να πεθάνει απόψε. Δεν της έμελλε να πεθάνει εδώ μέσα. Στην αρχή νόμισε πως δεν την είχαν προσέξει. Εξαιτίας της απά- θειας απ’ την πίπα – που τους έκανε νωθρούς, τους αποβλάκωνε. Δόξα τω Θεώ που υπήρχε η πίπα. Έπειτα στάθηκε να ξαποστάσει στη βάση της σκάλας κι άκουσε το γέλιο τους. Κι ότανύψωσε τοβλέμμα, κατάλαβεπωςόλοι τηνπαρατηρούσαν · ότι την είχαν δει εξαρχής. Μερικοί τη χειροκρότησαν κιόλας χλευαστικά. Κι έπειτα ο χειρότερος απ’ όλους, ο χοντρός που της μιλούσε συνεχώς όσο ήταν απόπάνωτης, βρίζοντάς την κι απολαμβάνοντας τα ουρλιαχτά της κι αφήνοντάς της δοντιές και νυχιές –ο χειρότερος απ’ όλα τούτα τα σιχαμερά καθοίκια–, χασμουρήθηκε διάπλατα, φανερώνοντας μιαν οδοντοστοιχία έργο ακριβού ορθοδοντικού, και είπε: «Δεν γίνεται να την αφήσουμε να φύγει, ρε συ». Η κοπέλα πήρε μια βαθιά ανάσα κι ακούμπησε τις παλάμες της στο τελευταίο σκαλί. Κάτι δεν πήγαινε καλά με την αναπνοή της. Η μύτη της έφταιγε. Μια στάλα σκούρο κόκκινο αίμα έπεσε στη ράχη του χεριού της. Πέρασε τα δάχτυλα απ’ το πάνω χείλος της και με μεγάλο κόπο

RkJQdWJsaXNoZXIy MTY1MTE=