Ο Παριζιάνος

Ο Π Α Ρ Ι Ζ Ι Α Ν Ο Σ 21 ναν καρτ ποστάλ και ο άνεμος ταλαιπωρούσε τα βολάν από τα παρασόλια τους. Ήταν οι ίδιες κοπέλες που το περασμένο βράδυ στο δείπνο εξέθεταν τα πανέμορφα μαλλιά τους σαν καπέλα, κα- τσαρωμένα, κυματιστά και στολισμένα με κοσμήματα που στρα- φτάλιζαν κάτω από τους πολυελαίους. Τελικά η πόρτα προς τη γέφυρα άνοιξε κι ένας κοκκινομάλλης άντρας, ο καπετάν Γκορίν, βγήκε έξω «σπάζοντας» τις αρθρώσεις των δακτύλων του. Ένας ένστολος αξιωματικός αναπήδησε από το παγκάκι για να τον χαι- ρετήσει και, καθώς τα χείλη του Γκορίν κινήθηκαν –ο άνεμος δεν άφησε κανέναν ήχο να φτάσει στον Μιντχάτ–, οι ζάρες του προ- σώπου του βάθυναν. Προστάτεψε με τις χούφτες του ένα τσιγάρο και, κουνώντας το σπίρτο για να σβήσει τη φλόγα του, το κράτη- σε με την αναμμένη του άκρη μέσα στη χούφτα του για να το προφυλάξει από τον αέρα. Ο άλλος άντρας έφυγε και ο Γκορίν για λίγο κάπνισε πάνω από την κουπαστή. Οι μπούκλες του χόρευαν, έτοιμες, θαρρείς, να ξεκολλήσουν από το κεφάλι του. Πέταξε τη γόπα στη θάλασσα και αποσύρθηκε στο κάτω κατάστρωμα. Ο Μιντχάτ αποφάσισε να τον ακολουθήσει. Πέρασε μπροστά από τους φωνακλάδες Ευρωπαίους τη στιγμή που ο Γκορίν εξα- φανιζόταν κάτω από το άνοιγμα, και κατέβηκε γρήγορα τη μεταλ- λική σκάλα. Η πρώτη πόρτα που συνάντησε έβγαζε σ’ ένα σαλόνι που ήταν γεμάτο κόσμο. Σε μία γωνία τραγουδούσε κάποιο γραμ- μόφωνο. Έψαξε με τα μάτια του να βρει τον Γκορίν και συνάντη- σε το βλέμμα του Φαρούκ, που καθόταν σ’ ένα τραπέζι με μια στοίβα βιβλία. «Καλώς τονα» του είπε ο Φαρούκ. Είχε αλλάξει ρούχα και τώρα φορούσε ένα σκούρο κοστούμι και μια κίτρινη γραβάτα με πρά- σινα εξάγωνα. «Αυτά τα βρήκα για σένα… είναι τα μόνα που έχω μαζί μου. Μερικά ποιήματα… ποιήματα ξανά –στην πραγματικό- τητα αυτό εδώ είναι αρκετά καλό– και Les Trois Mousquetaires . Από τα βασικά αναγνώσματα για κάθε νεαρό στο πρώτο του ταξίδι στη Γαλλία». «Είμαι ευγνώμων».

RkJQdWJsaXNoZXIy MTY1MTE=