Ο Παριζιάνος

I S A B E L L A H A M M A D 18 «Μπράβο» είπε ο Φαρούκ. Ο Μιντχάτ χαμογελώντας άπλωσε το χέρι του να πιάσει την καφετιέρα. Μύες που δεν ήξερε πως ήταν τεντωμένοι άρχισαν να χαλαρώνουν. «Αυτή είναι η πρώτη σου επίσκεψη στη Γαλλία;» ρώτησε ο Φα- ρούκ. Ο Μιντχάτ δεν είπε τίποτε, γνέφοντας πως ναι. Πέντε μέρες είχαν περάσει αφότου αποχαιρέτησε τη γιαγιά του στη Ναμπλούς και ταξίδεψε με μουλάρι μέχρι την Τουλκαρέμ, όπου πήρε τη γραμμή για Χάιφα-Καντάρα ανατολικά και μετά άλλαξε τρένο για Κάιρο. Έπειτα από μερικές μέρες στο σπίτι του πατέρα του επιβιβάστηκε στο πλοίο στην Αλεξάνδρεια. Είχε συνηθίσει πια στο απέραντο υδάτινο δέρμα που το χάραζαν λευκές κορφές και έλαμπε ασημί τη νύχτα. Το γεύμα σερβιριζόταν στη μία, το τσάι στις τέσσερις και το δείπνο στις εφτάμισι, και στην αρχή καθόταν μόνος και παρακολουθούσε τους Ευρωπαίους να τρώνε με τα μα- χαίρια τους. Ανέπτυξε τη συνήθεια να ψάχνει στην κατάμεστη αίθουσα τα κόκκινα μαλλιά του καπετάνιου, ενός Γάλλου που τον έλεγαν Γκορίν, και μετά το δείπνο τον παρακολουθούσε που έμπαι- νε κι έβγαινε στη γέφυρα, όπου επιτηρούσε το τιμόνι. Εχθές άρχισε να νιώθει μόνος. Συνέβη έξαφνα. Έτσι όπως κα- θόταν δίπλα στην πρύμνη και περίμενε τον καπετάνιο, ένιωσε στην πλάτη του την πλάτη από το παγκάκι, μια αίσθηση που την αντιλήφθηκε ως παράξενα οδυνηρή. Αισθάνθηκε τα πόδια του να απλώνονται μακριά από τη λεκάνη του. Η μύτη του, που συνήθως ήταν αόρατη, διπλασιάστηκε και εισέβαλε στο οπτικό του πεδίο. Το περίγραμμα του κορμιού του τον βάρυνε σαν ένα σκληρό, πο- νεμένο περίβλημα, και η καρδιά του άρχισε να χτυπάει δυνατά. Υπέθεσε πως το συναίσθημα αυτό ήταν περαστικό. Όμως δεν ήταν, κι εκείνο το απόγευμα η απλή συναναστροφή με τον ναύ- κληρο, τους παρευρισκόμενους στο δείπνο, τους άλλους επιβάτες, απέκτησε μια τεταμένη και αγωνιώδη χροιά. Θα πρέπει να το έβλεπαν ολοκάθαρα, σκεφτόταν, πόσο τραχύ ήταν το δέρμα του.

RkJQdWJsaXNoZXIy MTY1MTE=