Ο Παριζιάνος

I S A B E L L A H A M M A D 28 ριστή στα δεξιά. Μια ανοιχτή πόρτα αποκάλυψε τοίχους σε εκρού χρώμα και τη γυαλιστερή μαύρη καμπύλη ενός πιάνου. Από κάποια άλλη ξεπρόβαλε ένας άντρας με παχιά μάγουλα, γκρίζα μαλλιά κι ένα κοστούμι που του έπεφτε στενό. «Bienvenue, bienvenue, μεσιέ Καμάλ. Φρεντερίκ Μολινέ. Είμαι ο οικοδεσπότης σας». «Καλησπέρα. Λέγομαι Μιντχάτ Καμάλ. Γοητευμένος από τη γνωριμία σας». «Ελάτε, ελάτε, καλησπέρα, αγαπητέ μου, τόσο… ευτυχής, τό- σο… ευτυχής». Ο Μολινέ κούνησε δυνατά το χέρι του Μιντχάτ κλείνοντας τη δεύτερη παλάμη του πάνω από την πρώτη. Ο Μιντχάτ έκανε να αντιγράψει την κίνηση, όμως τα δάχτυλά του ελευθερώθηκαν και ο οικοδεσπότης του άπλωσε το χέρι του προς το χολ. «Σας παρακαλώ, σαν στο σπίτι σας. Μας τιμά που είσαστε φι- λοξενούμενός μας και ανυπομονούμε να σας δείξουμε πώς ζούμε. Παρακαλώ, περάστε να πάρετε ένα απεριτίφ». Το σαλόνι ήταν μπλε με καπιτονέ καναπέδες γύρω από ένα τραπέζι που το στεφάνωναν ένας ασημένιος δίσκος και τέσσερα κρυστάλλινα ποτήρια. Γυάλινες πόρτες έβγαζαν σε μια βεράντα με ένα σιδερένιο τραπέζι και καρέκλες και σε μια σκοτεινή χλοε- ρή έκταση. «Παρατήρησα τον δισταγμό σας». Ο δρ Μολινέ τράβηξε το ύφασμα του παντελονιού από τα γόνατά του καθώς κάθισε. «Αυ- τό δεν είναι αλκοολούχο. Ονομάζεται κορντιάλ. Δεν έχει καθόλου αλκοόλ. S’il vous plait, monsieur, asseyez-vous, καθίστε». Ο Μιντχάτ κάθισε στον καναπέ και αμέσως ένιωσε εξουθενω- μένος. «Πότε φτάνει η Μαριάν;» ρώτησε η Ζανέτ. Τώρα που πατέρας και κόρη στέκονταν δίπλα δίπλα, ο Μιντχάτ έβλεπε την ομοιότητα. Υπήρχε η ίδια ευθύτητα στο βλέμμα. Όμως εκεί που το πιγούνι του Μολινέ είχε ένα αξιοσημείωτο μέγεθος, το πιγούνι της Ζανέτ ήταν στενό με ένα μικρό λακκάκι. Είχε βγά-

RkJQdWJsaXNoZXIy MTY1MTE=