Ο Παριζιάνος

Ο Π Α Ρ Ι Ζ Ι Α Ν Ο Σ 27 «Αυτή η πόλη» είπε ο Μιντχάτ «μοιάζει με τη Ναμπλούς. Τα δύο βουνά, τα πέτρινα κτίρια, οι μικροί δρόμοι. Όμως είναι με- γαλύτερη και η πέτρα είναι πιο κιτρινωπή». «Η Ναμπλούς είναι ο τόπος καταγωγής σας;» «Ναι. Κι εσείς γεννηθήκατε εδώ». «Όχι» είπε η Ζανέτ με χαμηλή, γελαστή φωνή. «Μεγάλωσα στο Παρίσι. Ο πατέρας μου κι εγώ μετακομίσαμε εδώ κάπου τέσσερα χρόνια πριν, όταν άρχισε να δουλεύει στο πανεπιστήμιο. Κι εγώ έκανα το μπακαλορεά μου εδώ». «Ο πατέρας σας είναι ο δρ Μολινέ;» «Φυσικά». «Α. Κι ο σύζυγός σας;» «Δεν είμαι παντρεμένη. Πισόν, μπορείς να μας πας μέσα από το κέντρο; Αυτή είναι η οδός Ντε λα Λοζ, ο μεγαλύτερος εμπορι- κός δρόμος. Και στο τέλος είναι η Πλας ντε λα Κομεντί. Είναι μικρό το Μονπελιέ, δεν θα σας πάρει πολύ να το μάθετε. Φοβού- μαι πως αυτή τη στιγμή είναι κάπως σκοτεινά για να το δείτε». ΟΜιντχάτ παρατήρησε το πρόσωπο της Ζανέτ Μολινέ. Οι σκιές που έπεφταν ανάμεσα στις λάμπες του δρόμου έκαναν τα μάτια της να φαίνονται μαύρα και μεγάλα, σπιλώνοντας το χλωμό της δέρμα και φουσκώνοντας το λεπτό πάνω χείλος της. Οι σκιές πε- ριστρέφονταν καθώς το αυτοκίνητο κινούνταν και, κάθε φορά που έμπαιναν στην άπλετη λάμψη κάποιας λάμπας, το αποτέλεσμα αντιστρεφόταν. Ο δρόμος τώρα ήταν πιο φαρδύς και τα πλαϊνά του χορταρια- σμένα. Ο Πισόν έστριψε σε μία γωνία και επιβράδυνε προς δύο ανοιχτές πύλες, μετά ακολούθησε τριζοκοπώντας έναν ιδιωτικό δρόμο όπου σκοτεινά τετράγωνα εναλλάσσονταν με τετράγωνα από το φως που ξεχυνόταν από τα παράθυρα ενός μεγάλου σπιτιού. Μια υπηρέτρια υποκλίθηκε στην πόρτα, καθώς η Ζανέτ συνόδεψε τον Μιντχάτ μέσα στο χολ. Ηλεκτρικές λάμπες ήταν κρεμασμένες στον τοίχο ανάμεσα σε κορνιζαρισμένους πίνακες κι ένας μεγάλος καθρέφτης κρεμόταν δίπλα σε μια σκάλα που ανέβαινε στριφογυ-

RkJQdWJsaXNoZXIy MTY1MTE=