Ο Παριζιάνος

I S A B E L L A H A M M A D 26 ήταν πλατύγυρο και ρηχό και κοιτώντας τον Μιντχάτ ακούμπησε με το δάχτυλό του το γείσο του. Ο Μιντχάτ αναγνώρισε τη γαλλι- κή χειρονομία που φανέρωνε σεβασμό, μια κίνηση που θα ολο- κληρωνόταν με το σήκωμα του καπέλου, κάτι που έδειχνε ότι δεν έκρυβες κάτι από κάτω. Όμως δεν μπορούσε να διώξει την αίσθη- ση ότι αυτός ο ξανθός άντρας υποδείκνυε την έλλειψη γείσου στο δικό του καπέλο. Κατσούφιασε και ο άντρας εξαφανίστηκε σε έναν παράδρομο. «Μεσιέ Καμάλ;» Στην άλλη πλευρά του σταθμού μια νεαρή γυναίκα σήκωσε το χέρι της. Κάτω από το καπέλο της τα καστανά της μαλλιά κρέμο- νταν σε κοντές μπούκλες γύρω από τα αυτιά της. Μια πιέτα που κατέβαινε διαγώνια εμπρός στην ποδιά της λικνιζόταν πέρα δώθε καθώς η γυναίκα πλησίαζε. Εκείνος δίστασε. «Bonjour. Je m’appelle Midhat Kamal» συ- στήθηκε. Η γυναίκα γέλασε και ζάρες παρουσιάστηκαν κάτω από τα μά- τια της. «Et je m’appelle Jeannette Molineu». Η Ζανέτ Μολινέ άπλωσε ένα χλωμό χέρι με κοκαλιάρικα δάχτυ- λα. Ο Μιντχάτ τα έπιασε · τα ένιωσε κρύα. Ήταν παράξενο που έπρεπε να έρθει η σύζυγος να τον προϋπαντήσει, όμως σκέφτηκε όσα του είπε ο Φαρούκ για τις Γαλλίδες και ακολούθησε τη Ζανέτ σε ένα πράσινο αυτοκίνητο παρκαρισμένο έξω απ’ τον σταθμό. «Ελπίζω να μην περιμένατε πολύ» είπε, καθώς άνοιξε την πόρ- τα και στριμώχτηκε στην πίσω θέση. «Πώς ήταν το ταξίδι;» «Ήταν… πολυήμερο». Ο σοφέρ οδηγούσε γρήγορα και η μηχανή σκέπασε τις φωνές τους. Από το παράθυρο, ο Μιντχάτ παρακολουθούσε την πόλη να υψώνεται και να χαμηλώνει, να λεπταίνει σε στενοσόκακα, με κοπάδια από ομπρέλες και πανωφόρια να φουσκώνουν και να ξεφουσκώνουν στα πεζοδρόμια. Έστριψαν σε έναν στενό δρόμο με κτίρια με μαύρα καγκελόφραχτα μπαλκόνια και κεραμιδένιες σκεπές. Το αυτοκίνητο επιβράδυνε.

RkJQdWJsaXNoZXIy MTY1MTE=