Ο μεγάλος περίπατος του Πέτρου

Ο ΜΕΓΑΛΟΣ ΠΕΡΙΠΑΤΟΣ ΤΟΥ ΠΕΤΡΟΥ | 23 Η Μεγάλη Αντιγόνη, που είχε πάρει κι αυτή προ πολλού σύνταξη, θα έπαιζε σκηνές από παλιές της επιτυχίες. Ο Πέτρος είδε πάνω στη σκηνή µια γριά µπογιατισµένη που έπαιζε το κοριτσάκι. Ο παππούς έκλαιγε για τα καλά, στο πλάι του. Ο Πέτρος προ- τιµούσε να ’χε µείνει στην αποθήκη µε τον Θόδωρο. Η µαµά έφερε καφέ στον θείο Άγγελο και λέει στα παιδιά πως είναι ώρα για ύπνο. Η Αντιγόνη θέλει να την ξυπνήσουν νωρίς, για να περάσει άλλη µια φορά την ιστορία της. — Εσύ, Πέτρο, τα τέλειωσες όλα; τον ρωτάει η µαµά στην πόρτα. — Έµεινε κάτι να µπογιατίσω, της απάντησε, µα κείνη δεν καλοπρόσεξε τι της είπε, γιατί την ίδια στιγµή κάτι έλεγε ο θείος Άγγελος για αλεύρι και για ζάχαρη. Ο Πέτρος έκλεισε τη χαρτογραφία, της οποίας το φύλλο είχε µείνει κατάλευκο µε την ηµεροµηνία µόνο στην κορφή, και την έβαλε στη σάκα του. Τι θα ’λεγε αύριο στον κύριο Λουκάτο, τον δάσκαλό του, όταν θα ερχότανε η ώρα να µαζέψει τις χαρτογραφίες; Ας γινότανε κάτι να µην πήγαινε αύριο σχολείο. Όχι βέ- βαια πόλεµος, που λέει ο θείος Άγγελος, µα µπορού- σε να πάθαινε, ας πούµε, µαγουλάδες. Όλη η τάξη έπαθε και µόνο αυτός είχε την ατυχία να µην κολλή- σει. Ξαπλώνει στο κρεβάτι του και κουκουλώνεται

RkJQdWJsaXNoZXIy MTY1MTE=