Ο γύρος του χρόνου με ποιήματα

Toυ κυρ Βοριά Ο κυρ Βοριάς παράγγειλεν ούλω των καραβιώνε: «Καράβια π’ αρμενίζετε, κάτεργα που κινάτε, εμπάτε στα λιμάνια σας, γιατί θε να φυσήξω, ν’ ασπρίσω κάμπους και βουνά, να κρυώσω κρυές βρυσούλες, κι οσά ’βρω μεσοπέλαγος, στεριάς θε να τα ρίξω». Κι όσα καράβια τ’ άκουσαν, όλα λιμάνι πιάνουν, του κυρ Αντριά το κάτεργο μέσα βαθιά αρμενίζει. «Δε σε φοβούμαι, κυρ Βοριά, φυσήσεις δε φυσήσεις, τι έχω καράβι από καρυά και τα κουπιά πυξάρι, έχω κι αντένες προύντζινες κι ατσάλενα κατάρτια, έχω πανιά μεταξωτά, της Προύσας το μετάξι, έχω και καραβόσκοινα από ξανθής μαλλάκια · κι έχω και ναύτες διαλεχτούς, όλο άντρες του πολέμου, κι έχω κι ένα ναυτόπουλο, που τους καιρούς γνωρίζει, κι εκεί που στήσω μια φορά την πλώρη δε γυρίζω». «Ανέβα, βρε ναυτόπουλο, στο μεσιανό κατάρτι, για να διαλέξεις τον καιρό, να ιδείς για τον αέρα». Παιζογελώντα ανέβαινε, κλαίοντας κατεβαίνει. «Το τι είδες, βρε ναυτόπουλο, αυτού ψηλά που πήγες;» «Είδα τον ουρανό θολό και τ’ άστρα ματωμένα, είδα την μπόρα που άστραψε και το φεγγάρι εχάθη, και στης Αττάλειας τα βουνά αστραχαλάζι πέφτει». ΔΗΜΟΤΙΚΌ 17

RkJQdWJsaXNoZXIy MTY1MTE=