Ολομόναχος

ΟΛΟΜΟΝΑΧΟΣ 13 σως ακριβώς το ίδιο, με την προσθήκη μιας υποψίας χαμόγελου. «Τι; Φαντάστηκες πως θα ξεφύγεις;» είναι σαν να μου λέει. Σμίγω τα φρύδια ενοχλημένος. Βαθιές χαρακιές αυλακώνουν αυτομάτως το μέτωπό του με μια δόση σαρκασμού. «Κάνε μου τη χάρη – μην παριστάνεις τον έκπλη- κτο!» Σηκώνω το χέρι να στρώσω τα μαλλιά μου που πε- τάνε και χαμογελάω, γιατί ξέρω πως θα σκεφτεί ότι το κάνω επίτηδες, για να του δείξω πως είναι πιο πυ- κνά απ’ τα δικά του, η τρίχα πιο δυνατή – έχω πάρει τα μαλλιά της μάνας. Μου ανταποδίδει το χαμόγελο, επαναλαμβάνοντας τη χειρονομία, μόνο που το χέ- ρι του έρχεται λίγο πιο μπροστά, εκεί πιο πάνω απ’ τους κροτάφους, όπου δυο φαρδιές γλώσσες γυμνού δέρματος αναγκάζουν το τριχωτό να υποχωρήσει, σχηματίζοντας δυο ευδιάκριτους, χαρακτηριστικούς κόλπους. «Το μέτωπο του παππού» παραδέχομαι φωναχτά, κάτι που ισοδυναμεί με παράδοση άνευ όρων. «Και το χρώμα είναι το δικό μου» με αποτελειώνει.

RkJQdWJsaXNoZXIy MTY1MTE=