Ντουλμπέρα

3 Τέλος Αυγούστου γύρισαν όλοι μαζί στη Βιέννη. Η Αορίκα άρχισε να κάνει περισσότερο παρέα με τις κόρες Παπαγιαννούλη και τη Δέσπω, που με την επιστροφή τους είχε γυρίσει και πάλι στο σπίτι των κοριτσιών. Οι δάσκαλοι στο σπίτι του Ζιώππα συνέχισαν τα μαθή­ ματα με τη θυγατέρα του. «Όσο περισσότερα μάθεις τόσο καλύτερα για σένα» της έλεγε ο πατέρας της όταν κατά διαστήματα η Αορίκα δυ­ σανασχετούσε. Ξεκίνησε να την παίρνει μαζί του στο γραφείο στην αρχή τρεις φορές την εβδομάδα. Καθώς ο καιρός περνούσε, η Αορίκα, που της άρεσε να δουλεύει με τον πατέρα της, κατέληξε να πηγαίνει κάθε μέ­ ρα από τις οκτώ το πρωί μέχρι τις δύο το μεσημέρι. «Έλα, μικρή μου ντουλμπέρα, και πες μου τι είπαμε πως είναι η σιγουριτά» ρώτησε ο Στέργιος την κόρη του χαμογε­ λαστός. «Ασφάλεια! Όταν πληρώνει ο έμπορας σε ασφαλιστική εταιρεία ένα ποσό, ώστε σε περίπτωση απώλειας ή βλάβης των εμπορευμάτων να λάβει αποζημίωση απ’ την ασφαλι­ στική εταιρεία». «Ακριβώς. Κομισιόν;» «Μεσιτεία. Ο ενδιάμεσος άνθρωπος μεταξύ εμπόρου και αγοραστή. Αναλαμβάνει δηλαδή να πουλήσει το εμπόρευμα για λογαριασμό του εμπόρου. Και εδώ έχω να σου πω, τάτα, ότι αυτό δεν μ’ αρέσει». «Γιατί;»

RkJQdWJsaXNoZXIy MTY1MTE=