Σκουριά και χρυσάφι: Νεγρεπόντε

Χαλκίδα, Απρίλης 1869 Ο ήχος από κρουστό μετάξι τούς κάνει να σηκώσουν τα κεφάλια. Στρίβουν τους μουσκεμένους λαιμούς που ασφυκτιούν μέσα στα κολάρα –όσοι φορούν–, και οι γυναίκες, Μαρώ, Ευανθούλα του Χαρίλαου και Πηνελόπη, σταματούν να κάνουν αέρα στη χήρα, μετέωρα μένουν τα ριπίδια. Κάθονται πολλές ώρες άπραγοι και έχουν κουραστεί, έχουν δι- ηγηθεί όσα περιστατικά με τον πατέρα τους θυμάται ο καθένας, χιλιοειπωμένες ιστορίες βέβαια, πολλά τα χρόνια που τους χωρίζουν από εκείνες τις στιγμές, μπερδεύεται η αλήθεια με τη φαντασία. Έριχναν ένας ένας το υλικό του στο καζάνι που έβραζαν οι οικογε- νειακές στιγμές κι έβγαινε παράξενο το χαρμάνι. Είναι διαλυμένοι από το αρχικό κλάμα, την προσπάθεια να μην κάνουν τη μάνα και τα μικρά να πονέσουν παραπάνω, διαλυμένοι από την απώλεια και πώς τη νιώθει ο καθένας τους, γέρνουν τα βλέφαρα πια, γέρνει ο καθένας στις δικές του σκέψεις σαν σε μαξιλάρι προσφιλές. Ο ήχος από τη μακριά φούστα που σέρνεται στο πάτωμα τους κάνει να σηκώσουν τα κεφάλια. Η Αυγουστίνα ανοίγει με αποφα- σιστικότητα το παράθυρο και εισπνέει λαίμαργα το πρώτο κύμα του θαλασσινού αέρα που ορμάει στη σάλα, όλος περιέργεια. Κάνει μια γρήγορη περιφορά, στο άγγιγμά του οι φλόγες των κεριών γέρνουν και υποκλίνονται στον νεκρό, αραιώνει το άρωμα από το θυμιατό που καίει στο πλάι του εκλιπόντος. Δίνει ένα απαλό χάδι στα μά- γουλα με το αδιόρατο σημάδι από στεγνωμένα δάκρυα και ενώνεται με τους αναστεναγμούς της χήρας. Οι φλόγες επανέρχονται στην

RkJQdWJsaXNoZXIy MTY1MTE=