Μια γυναίκα

13 Η μητέρα μου πέθανε τη Δευτέρα 7 Απριλίου στο γηροκομείο δίπλα στο νοσοκομείο του Ποντουάζ, όπου την είχα βάλει δύο χρόνια πριν. Η νοσοκόμα είπε στο τηλέφωνο: «Η μητέρα σας έσβησε σήμε­ ρα το πρωί, μετά το πρόγευμα». Ήταν γύρω στις δέκα. Για πρώτη φορά, η πόρτα του δωματίου της ήταν κλειστή. Την είχαν ήδη πλύνει, και μια λευκή υφα­ σμάτινη ταινία της έσφιγγε το κεφάλι, περνώντας κάτω απ’ το πιγούνι, πράγμα που πίεζε το δέρμα γύρω απ’ το στόμα και τα μάτια. Ένα σεντόνι σκέ­ παζε το σώμα μέχρι τους ώμους, κρύβοντας τα χέρια. Έμοιαζε με μικρή μούμια. Οι πλαϊνές προ­ στατευτικές μπάρες του κρεβατιού ήταν κατεβα­ σμένες. Θέλησα να της φορέσω τη λευκή νυχτικιά, με το κροσέ τελείωμα, αυτήν που είχε αγοράσει

RkJQdWJsaXNoZXIy MTY1MTE=