Μια γυναίκα

M I A Γ Υ Ν Α Ι Κ Α 21 Η οικογένεια επέμενε να βάλουμε μια μπουκιά στο στόμα μας προτού φύγουμε. Η αδερφή της μητέρας μου είχε κανονίσει γεύμα στο εστιατόριο μετά την ταφή. Αποφάσισα να μείνω, ένιωθα πως ήταν κάτι που μπορούσα να κάνω ακόμη για κείνη. Το σερβίρισμα ήταν αργό, μιλούσαμε για τη δου­ λειά, για τα παιδιά, περιστασιακά για τη μητέρα μου. Μου έλεγαν, «και τι θα ωφελούσε αν ζούσε σε τέτοιο χάλι». Όλοι σκέφτονταν πως ήταν καλύ­ τερα που πέθανε. Μια φράση, μια βεβαιότητα, που δεν την καταλαβαίνω. Γύρισα σπίτι το βράδυ. Όλα είχαν τελειώσει αμετάκλητα.

RkJQdWJsaXNoZXIy MTY1MTE=