Οι μεσημβρινοί της ζωής: Μεσονύκτιο (Μεταίχμιο Pocket)

[ 43 ] σινο. Είδε τη βεράντα με τα άσπρα μάρμαρα, τη βεράντα που κοί- ταζε προς τη θάλασσα. Από εκεί όπου στεκόταν δεν την έβλεπε, μπορούσε μόνο να την ακούσει –ένας απαλός φλοίσβος, τίποτα άλλο–, μπορούσε και να τημυρίσει, φύσαγε απαλός νοτιάς και έφερ- νε προς το μέρος του το θαλασσινό άρωμα. Άκουσε φωνές μέσα στον κήπο, κάποιος –παιδί θα ήταν– φώνα- ζε χαρούμενος, έστησε αυτί, ναι, ναι, γαλλικά μιλούσε… φυσικά, τι ηλίθιος… γαλλικά θα μιλούσαν οι Γάλλοι, τι άλλο; Άκουσε και μια γυναίκα να λέει κάτι, πάλι στα γαλλικά, πλησίασε χωρίς να ξέρει γιατί, χωρίς να υπάρχει λόγος, χωρίς να τον νοιάζει καλά καλά ποιοι μιλούσαν – τι ήθελε, αλήθεια, να μάθει;… γιατί το έκανε αυτό; Είδε ένα ψηλόλιγνο, χλωμό αγόρι να πετάει ένα πολύχρωμο τό- πι στον αέρα και να το ξαναπιάνει, θα ’ταν πάνω κάτω στην ηλικία της Ζωίτσας, φορούσε όμορφα βελούδινα ρούχα, άσπρο πουκάμι- σο, και μέσα από τον γιακά κάτι έλαμπε κρεμασμένο στο λαιμουδά- κι του. Έτσι όπως συναντήθηκαν οι ματιές τους, ο Οκάν πρόσεξε ότι το παιδί είχε τα ωραιότερα πράσινα μάτια που είχε δει ποτέ. Τη στιγμή που προσπαθούσε να θυμηθεί πού είχε ξαναδεί αυτά τα καταπράσινα μάτια –τι του θύμιζαν;…τι του θύμιζαν;…– άκουσε τη γυναίκα από το βάθος του κήπου να φωνάζει στο παιδί: – Nicola, Nicola! Viens ici, mon chéri! * Nicola… * «Έλα εδώ, αγάπη μου!»

RkJQdWJsaXNoZXIy MTY1MTE=