Μαχαίρι (pocket)
1 Έ να κουρελιασμένο φόρεμα κρεμόταν απ’ το σαπισμένο κλαδί ενός πεύκου. Στον ηλικιωμένο άνδρα θύμισε κάποιο τραγούδι από τα παιδικά του χρόνια, που μιλούσε για ένα φόρεμα απλωμένο να στεγνώσει. Μόνο που τούτο εδώδεν κυμάτιζε με τον νοτιά, όπως έλεγε το τραγούδι, αλλά με το παγωμένο νερό ενός ποταμού όπου έλιωνε το χιόνι. Ήταν εντελώς σιωπηλά εκεί, στον πάτο του ποταμού, και παρόλο που η ώρα ήταν πέντε το απόγευμα, Μάρτης μήνας, και ο ουρανός ανέφελος πάνω από την επιφάνεια του νερού, σύμφωνα με τις μετεωρολογικές προβλέψεις, τοφως του ήλιου δεν πολυέφτα νε εκεί κάτω, καθώς έπρεπε να διαπεράσει ένα στρώμα πάγου και τέσσερα μέτρα νερό. Κλαδί και φόρεμα έπλεαν μέσα σ’ένα παράξε νο πρασινωπό μισοσκόταδο. Το φόρεμα ήταν καλοκαιρινό, το είχε καταλάβει αμέσως, κι είχε πουά, που τώρα έμοιαζαν γαλάζια. Ίσως κάποτε να είχε χρώμα, ποιος ξέρει, ανάλογα με το πόσον καιρό βρισκόταν εκεί κάτω, μπλεγμένο στο κλαδί. Και τώρα κυμάτιζε στο αέναο ρεύμα, που το ξέπλενε και το χάιδευε όταν η στάθμη του ποταμού ήταν χαμηλή, που το τραβούσε και το μετακινούσε όταν φούσκωνε, κομματιάζοντάς το σιγά σιγά. Υπό αυτή την έννοια, το κουρελιασμένο φόρεμα του έμοιαζε, σκέφτηκε ο γέρος. Κάποτε αυτό το φόρεμα σήμαινε κάτι για κάποιον, για ένα κορίτσι, μια γυ ναίκα, για την αγκαλιά ενός άνδρα ή το βλέμμα ενός μωρού. Αλλά
Made with FlippingBook
RkJQdWJsaXNoZXIy MTY1MTE=