Οι μαγεμένες

31 Σαλονίκη, Γενάρης 1864 Κ οιμόταν στις πέτρες μπροστά από το χαμόσπιτο τη στιγμή που ακούστηκε το σιγανό τρίξιμο της πόρτας και μια στενή χαραμάδα από κίτρινο φως τον περιέλουσε. Πετάχτηκε με τις τρίχες του όρθιες από τρομάρα και οσφρί- στηκε την αλλαγή στον αέρα. Μαζί με τη χλωμή δεσμίδα που φώτισε το αχαμνό χορτάρι ανάμεσα στις πέτρες του δρόμου, σέρτικος καπνός χύθηκε έξω και έκανε τα ρόδινα ρουθούνια του να σουφρώσουν. Η ξύλινη πόρτα έκλεισε αμέ- σως, πήχτρα το σκοτάδι πάλι · βιαστικά είχε σπαταληθεί το φως μέσα στην ομίχλη και τη νύχτα. Ο γάτος χασμουρήθηκε και τεντώθηκε σχηματίζοντας ένα γυαλιστερό μακρύ τόξο. Ύστερα μαζεύτηκε και καμπού- ριασε τη ράχη, διαγράφηκαν ένας ένας οι σπόνδυλοι σχη- ματίζοντας μια τέλεια καμάρα, ίδια με τη ρωμαϊκή αψίδα που στεκόταν λίγο πιο κάτω, στο τέλος του χριστιανικού νεκροταφείου. Γουργούρισε νυσταγμένος και βολεύτηκε ξα- νά, κάθε βράδυ σχεδόν η ίδια δουλειά. Πού τραβιόταν το αφεντικό του ο Νικόλας και τι έκαναν όλοι κείνοι οι άνδρες μαζωμένοι σ’ αυτό το παλιόσπιτο, το κολλημένο στα τείχη!

RkJQdWJsaXNoZXIy MTY1MTE=