Οι μαγεμένες

38 Μ Α Ι Ρ Η Κ Ο Ν Τ Ζ Ο Γ Λ Ο Υ πως κείνος ο Ζαχαρίας μάλλον κάποιο φτωχαδάκι σαν τους ίδιους θα ήταν. Οι πλούσιοι –για χριστιανούς, μιλάμε, έτσι;– που είχαν προσχωρήσει στο επαναστατικό τους κίνημα, όπως ο Δάσκαλος τους διαβεβαίωνε, ενίσχυαν τον Αγώνα με τους ευπρόσδεκτους παράδες τους μεν, αλλά σε τούτες τις μαζώξεις το ποδάρι τους δεν το πατούσαν! Γιατί οι πλούσιοι Οβριοί να διέφεραν; Στα λίγα δευτερόλεπτα που το κερί είχε φωτίσει αμυδρά το πρόσωπο του νεόφερτου, ο Νικόλας μπόρεσε όχι μόνο να δει τον άνδρα, αλλά και να τον αναγνωρίσει. Ασυναίσθητα οπισθοχώρησε σε μια αποτυχημένη προσπάθεια να κρυφτεί πίσω από τις πλάτες του μπροστινού του, που ήταν όμως ένα κεφάλι κοντύτερος από τον ίδιο. Αμέσως μετά ένα κύμα ντροπής ήρθε και τον κατέκλυσε, τον σκέπασε ολόκληρο, εδώ ήταν όλοι τους αγωνιστές, ετοι- μάζονταν για την επανάσταση, η παρατήρηση και η λεπτο- μέρεια έπαιζαν μεγάλο ρόλο στον σκοπό τους. Του ’ρθε να φτύσει κατάχαμα από σιχασιά – γιατί δεν μπορούσε να φτύ- σει τα μούτρα του. Όταν είχε εξομολογηθεί στον φίλο του τον Γιώργη πως λαχταρούσε να ενταχθεί στην Αδελφότητα, εκείνος τον είχε μαλώσει, του είχε πει πως ήταν άμυαλος και του είχε θυμίσει πως σκοτωνόταν στη δουλειά για να ζήσει τη μάνα και την αδελφή του. Καλά θα έκανε να κάτσει στ’ αυγά του, μόλις είχε γραφτεί στην Ελληνική Σχολή, μάθαινε λογιστική και γαλλικά, αν είχε μυαλό, θα έκανε χαΐρι γρήγο- ρα, λίγοι ραγιάδες είχαν τέτοια μόρφωση και τόσα προσόντα,

RkJQdWJsaXNoZXIy MTY1MTE=