Λώρα: Η τελευταία των Μαρξ

Ντραβέιγ Ετρωγαν όλοι μαζί στον κήπο, σ’ ένα μακρύ τραπέζι με φαγη- τά, κρασιά και γιρλάντες από βιολέτες και γιασεμιά. Εκείνη και οι αδελφές της φορούσαν ψάθινα καπέλα στολισμένα με κορδέλες κι αγριοκέρασα, η Τζέννιχεν κρατούσε το μαχαιροπίρουνο με τα δαντε- λένια της γάντια, η Τούσσυ τραγουδούσε καπνίζοντας. Ο θείος Φρεντ ήταν ντυμένος με την επίσημη στολή του Στρατηγού κι αστειευόταν με τη μητέρα που έφερνε την ασημένια πιατέλα της προίκας της μ ’ ένα γιορταστικό γλυκό φτιαγμένο από χαλίκια και μαύρη λάσπη. Η Λένχεν όρθια σερβίριζε κρασί. Ο πατέρας της κάπνιζε το πούρο του και τσούγκριζε με θόρυβο τα ποτήρια τους. Ο Σνάπι ξεφύτρωσε κάτω από την καρέκλα του παππού του και βούτηξε τα δάχτυλά του στο σκούρο λασπογλυκό. Όλοι ξεκαρδίστηκαν στα γέλια · καθώς μασούσε ένα χοντρό κομμάτι, έφτυνε τα μαργαριταρένια δοντάκια του ανακα- τωμένα με χαλίκια και αίμα πάνω στο κατάλευκο τραπεζομάντιλο με τις γιρλάντες των γιασεμιών… ΗΛώρα πετάχτηκε ταραγμένη έξωαπ’ τα σκεπάσματα.Πνιγό- ταν.Τύλιξε τα χέρια γύρωαπ’ τουςώμους της κι αγκάλιασε τον εαυτό της.Να ζεσταθεί,να διώξει την ψύχρα από μέσα της. Ένα χλωμό φως προσπαθούσε να τρυπώσει στο δωμάτιό

RkJQdWJsaXNoZXIy MTY1MTE=