Η κρυφή πόρτα

Πασχίζω και ιδροκοπώ για κάτι που κανένας δεν μου ζήτησε! Ο Ευγένιος έσπρωξε πέρα το διπλωτό τραπεζάκι με τις ριγωμένες κόλες σκόρπιες γύρω από μια νέα σελίδα, γραμ- μένη μισή, και το στιλό διαρκείας κύλησε πάνω της ώσπου η ακίδα στο καπάκι να το σταματήσει. Ο ήλιος πλησίαζε το σημείο του μεσημεριού, έμπαινε λοξά και ζωγράφιζε στο πάτωμα τις γρίλιες. Από το πα- ράθυρο φαίνονταν δυο πολυκατοικίες. Για την ακρίβεια, τα τελευταία ρετιρέ με τα μπαλκόνια, τις γλάστρες, τις πάνινες πλιάν που έβγαιναν σαν έφτιαχνε ο καιρός, και τις τέντες, άλλες κατεβασμένες, άλλες τραβηγμένες. Η παλιά αστική γειτονιά είχε γεμίσει φοιτητές, άγνωστα πρόσωπα που κρατούσαν τα διαμερίσματα για λίγο, τα άφηναν σε ένα ή δύο χρόνια, και γέμιζαν οι ιδιοκτήτες με ενοικιαστήρια τις εισόδους και τους τοίχους. Κάποια έμε- ναν εκεί για πάντα, αφού κανείς δεν σκοτιζότανε να τα αφαιρέσει. Για τους παλιούς κατοίκους, όσους απόμεναν, η παρακμή δεν ήταν τόσο ορατή, καθώς συνέτρεχε με τη

RkJQdWJsaXNoZXIy MTY1MTE=