Κανείς δεν άναβε τα φώτα

9 Κανείς δεν άναβε τα φώτα Πριν από πολλά χρόνια διάβαζα μια ιστορία στο παλιό σα- λόνι ενός σπιτιού. Στην αρχή, από τις γρίλιες ενός παρα- θύρου έμπαιναν μερικές ηλιαχτίδες. Σιγά σιγά άρχισαν να πέφτουν πάνω στους ανθρώπους, ώσπου έφτασαν σ’ ένα τραπέζι με φωτογραφίες προσφιλών νεκρών. Δυσκολευό- μουν να βγάλω τις λέξεις από μέσα μου, θαρρείς και το σώμα μου ήταν ένα όργανο με χαλασμένο φυσερό. Στις μπροστινές καρέκλες κάθονταν δυο χήρες, οι κυρίες του σπιτιού· μολονότι πολύ ηλικιωμένες, είχαν ακόμη πλούσια μαλλιά πιασμένα σε φουντωτούς κότσους. Διάβαζα ανό- ρεχτα και σήκωνα συχνά το κεφάλι μου από το χαρτί, αλλά έπρεπε να φροντίζω να μην κοιτάζω πάντα το ίδιο άτομο· τα μάτια μου όμως είχαν συνηθίσει να κατευθύνονται ασυ- ναίσθητα στη χλωμή περιοχή ανάμεσα στο φόρεμα και στον κότσο της μιας χήρας. Ήταν ένα γαλήνιο πρόσωπο, που για αρκετό καιρό δεν θα έπαυε να αναπολεί το ίδιο παρελ- θόν. Κάποιες στιγμές τα μάτια της έμοιαζαν με θολά τζάμια που πίσω τους δεν υπάρχει κανείς. Όταν τύχαινε να σκεφτώ πόσο σημαντικοί άνθρωποι βρίσκονταν στο ακροατήριο,

RkJQdWJsaXNoZXIy MTY1MTE=