Η ξηρασία

J A N E H A R P E R 32 παρά μυς, διαγράφηκαν κάτω από το μπλουζάκι του όταν σταύ­ ρωσε τα μπράτσα. Το πρόσωπό του ήταν κοκκινωπό, με ατη­ μέλητα γένια και προκλητικό βλέμμα νταή. Κοίταζε έντονα όποιον γύριζε για να τον επιπλήξει, μέχρι που ο ένας μετά τον άλλο τραβούσαν τη ματιά τους. Η Μπαρμπ και ο Τζέρι δεν φάνηκε να άκουσαν τα λόγια του. Κάτι είναι κι αυτό, σκέφτηκε ο Φαλκ. «Ποιος είναι ο φωνακλάς;» ψιθύρισε, και η Γκρέτσεν τον κοίταξε έκπληκτη. «Δεν τον αναγνωρίζεις; Είναι ο Γκραντ Ντόου». «Πλάκα μού κάνεις». Ο Φαλκ ένιωσε τις τρίχες στον σβέρκο του να σηκώνονται και απόστρεψε το πρόσωπό του. Θυμόταν έναν εικοσιπεντάρη, μυώδη και λεπτό σαν αθλητή. Αυτός ο τύπος έμοιαζε να έχει περάσει δύσκολα τις δύο δεκαετίες που μεσολάβησαν. «Δείχνει πολύ διαφορετικός». «Παραμένει όμως μαλάκας περιωπής. Μην ανησυχείς. Δεν νομίζω ότι σε είδε. Θα το ήξερες ήδη αν σε είχε δει». Ο Φαλκ ένευσε καταφατικά, αλλά συνέχισε να κοιτάζει αλ­ λού. Η Μπαρμπ έβαλε τα κλάματα, πράγμα που ο κόσμος θεώ­ ρησε σημάδι ότι ο λόγος είχε τελειώσει, και οι άνθρωποι άρχισαν ενστικτωδώς να την πλησιάζουν ή να απομακρύνονται από κείνη, ανάλογα με τα συναισθήματά τους. Ο Φαλκ και η Γκρέτσεν έμειναν εκεί που ήταν. Ο γιος της Γκρέτσεν έτρεξε και έχωσε το κεφάλι του στο παντελόνι της. Εκείνη τον σήκωσε με κάποια δυσκολία στον γοφό της κι αυτός ακούμπησε το κεφάλι στον ώμο της και χασμουρήθηκε. «Ώρα να πάω τούτον εδώ στο σπίτι μάλλον» είπε. «Πότε θα επιστρέψεις στη Μελβούρνη;» Ο Φαλκ κοίταξε το ρολόι του. Δεκαπέντε ώρες . «Αύριο» είπε δυνατά. Η Γκρέτσεν κούνησε το κεφάλι της, σηκώνοντας το βλέμμα

RkJQdWJsaXNoZXIy MTY1MTE=