Η ξηρασία (pocket)

[ 34 ] συναισθήματά τους. Ο Φαλκ και η Γκρέτσεν έμειναν εκεί που ήταν. Ο γιος της Γκρέτσεν έτρεξε και έχωσε το κεφάλι του στο παντελόνι της. Εκείνη τον σήκωσε με κάποια δυσκολία στον γοφό της κι αυτός ακούμπησε το κεφάλι στον ώμο της και χασμουρήθηκε. «Ώρα να πάω τούτον εδώ στο σπίτι μάλλον» είπε. «Πότε θα επι­ στρέψεις στη Μελβούρνη;» Ο Φαλκ κοίταξε το ρολόι του. Δεκαπέντε ώρες . «Αύριο» είπε δυνατά. Η Γκρέτσεν κούνησε το κεφάλι της, σηκώνοντας το βλέμμα της στο πρόσωπό του. Μετά έσκυψε και με το ελεύθερο χέρι της τον αγκάλιασε από τη μέση και τον τράβηξε κοντά της. Ο Φαλκ ένιωθε τη ζέστη του ήλιου στην πλάτη του και τη ζεστασιά του κορμιού της στο στήθος του. «Χάρηκα που σε είδα ξανά, Άρον». Τα γαλανά μάτια της πλανή­ θηκαν στο πρόσωπό του, σαν να προσπαθούσε να το απομνημο­ νεύσει, και χαμογέλασε λίγο θλιμμένα. «Μπορεί να σε ξαναδώύστε­ ρα από άλλα είκοσι χρόνια». Την παρακολούθησε να απομακρύνεται, μέχρι που χάθηκε από τα μάτια του.

RkJQdWJsaXNoZXIy MTY1MTE=