Η πρώτη μου λογοτεχνία: Η στρίγκλα που έγινε αρνάκι

ε μια ταβέρνα γίνεται μεγάλος τσακωμός και εκεί είναι ο Λέρας, μεθυσμένος και χλωμός. Απ’ το μεθύσι το πολύ, ύπνος βαθύς τον παίρνει και στην ταβέρνα ξαφνικά μέσα ένας λόρδος μπαίνει. Την ταβερνιάρισσα κοιτάει και τη ρωτάει: «Είναι στα αλήθεια ζωντανός;». Και του απαντάει: «Απ’ την πολλή την μπίρα είναι τόσο μεθυσμένος». Και τότε ο λόρδος τον κοιτάζει σαστισμένος. Σκέφτεται αμέσως μία φάρσα να σκαρώσει. Στον Λέρα ήθελε ένα μάθημα να δώσει. Δίνει εντολή με ρούχα ωραία να τον ντύσουν και να τον πλύνουν, όμως να μην τον ξυπνήσουν. Σε ένα ωραίο υπνοδωμάτιο να τον πάνε, κι όταν ξυπνήσει, όλοι μαζί να τον βοηθάνε. Και να του πούνε τάχα πως κοιμότανε βαριά, για δεκαπέντε χρόνια πως δεν έβγαλε μιλιά. Και πως για αντίδοτο για τη μελαγχολία οι θεατρίνοι θα του παίζαν κωμωδία, που θα ’χε τίτλο «Η στρίγκλα που έγινε αρνάκι», για να ευθυμήσει και να ξεχαστεί λιγάκι. Σ

RkJQdWJsaXNoZXIy MTY1MTE=