Η μαύρη σκόνη (Κουρσάροι της περιπέτειας)

13 προτιμότερο από το να κάθεται μ’ ένα σωρό άλλα κορίτσια που δεινοπαθούσαν με τα μαλλιά τους χτενισμένα και γεμάτα κοκαλάκια. Ώσπου ένιωσε τη γη από πάνω της να τρέμει, θαρρείς κι έβρεχε βράχους, και είδε βαριές πλάκες αλατιού να ξεκολλάνε από την οροφή και να πέ­ φτουν. Και τότε αναρωτήθηκε ειλικρινά γιατί δεν είχε μείνει σπίτι της, να γράψει το ημερολόγιό της σαν όλα τα δεκατριάχρονα κορίτσια. Γιατί, γιατί, γιατί πρέπει πάντα να μπλέκω έτσι; Η απάντηση ήταν ένα τελευταίο βουητό. Και μετά σκοτάδι.

RkJQdWJsaXNoZXIy MTY1MTE=