Η καλή και η κακή

A L I L A N D 20 σαμε. Έρχομαι, ήταν η απάντηση. Γεια σου, Μίλι, μου είπε, καλώς όρισες. Χαμογέλασα, αυτό νόμιζα ότι έπρεπε να κάνω. Η Ρόζι, το τεριέ τους, με χαιρέτησε κι αυτή, πήδηξε πάνω στα πόδια μου, σουσούνισε από χαρά όταν άπλωσα και της έτριψα το κεφάλι ανάμεσα στ’ αυτιά. Πού είναι η Φιμπς; ρώτησε ο Μάικ. Έρχεται, ήταν στης Κλοντίν, απάντησε η Σάσκια. Τέλεια, είπε αυτός, σε κάνα μισάωρο περίπου μαζευόμαστε για φαγητό. Πρότεινε να μου δείξει η Σάσκια το δωμάτιό μου, θυμάμαι να της κάνει νόημα για να την ενθαρρύνει. Εκείνη, όχι εμένα. Την ακολούθησα στη σκάλα, προσπάθησα να μη μετράω. Και­ νούργιο σπίτι. Καινούργιος εαυτός. Στον δεύτερο όροφο είστε μόνο εσύ και η Φίμπι, μου εξήγησε η Σάσκια, εμείς είμαστε στον αποκάτω. Σου δώσαμε το πίσω δωμάτιο, έχει ωραία θέα από το μπαλκόνι στον πίσω κήπο. Το κίτρινο των λουλουδιών ήταν το πρώτο πράγμα που είδα. Λαμπερό χρώμα. Ηλιοτρόπια. Χαμόγελα σε βάζο. Την ευχαρίστη­ σα, της είπα ότι ήταν από τα πιο αγαπημένα μου λουλούδια, φάνηκε να χάρηκε. Κάνε ό,τι θέλεις, με την άνεσή σου, είπε, ρού­ χα θα βρεις στην ντουλάπα, θα αγοράσουμε κι άλλα φυσικά, θα τα διαλέξεις εσύ. Με ρώτησε αν χρειαζόμουν κάτι, όχι, απάντησα, και έφυγε. Άφησα κάτω τη βαλίτσα μου, πήγα ως την μπαλκονόπορτα, έλεγξα ότι ήταν κλειδωμένη. Ασφαλισμένη. Στον δεξιό τοίχο η ντουλάπα, ψηλή, παλιά, από ξύλο πεύκου. Δεν κοίταξα μέσα, δεν ήθελα ούτε να το σκεφτώ να βγάλω τα ρούχα μου, να φορέσω άλλα. Όπως στράφηκα από την ντουλάπα, είδα συρτάρια στη βάση του κρεβατιού, πήγα, τα άνοιξα, έσυρα την παλάμη μου στο βάθος και στα πλάγια – τίποτε εκεί μέσα. Ασφαλής, προς το πα­ ρόν. Δικό μου μπάνιο, ευρύχωρο, ολόκληρος ο τοίχος στα δεξιά καλυμμένος με καθρέφτη. Γύρισα την πλάτη στο είδωλό μου, δεν ήθελα να μου θυμίζει. Σιγουρεύτηκα ότι λειτουργούσε η κλειδα

RkJQdWJsaXNoZXIy MTY1MTE=