Η καλή και η κακή

H K Α Λ Η Κ Α Ι Η Κ Α Κ Η 19 που άκουγα δεν ήταν η δική του, αλλά των νοσοκόμων, να καλα­ μπουρίζουν, ήμουν πια σίγουρη ότι αυτός και η οικογένειά του είχαν αλλάξει γνώμη. Είχαν έρθει στα συγκαλά τους. Καθόμουν σαν στήλη άλατος, περιμένοντας να μου πει κάποιος, λυπάμαι, αλλά δεν πρόκειται να πας πουθενά σήμερα. Αλλά έπειτα ήρθε. Με χαιρέτησε με ένα χαμόγελο, μια σφιχτή χειραψία, όχι τυπική, καλή, χάρηκα που ήθελε να δω ότι δεν φο­ βόταν να με αγγίξει. Να ρισκάρει να τον κολλήσω τίποτε. Θυμά­ μαι πως πρόσεξε ότι δεν είχα καθόλου αποσκευές, μόνο ένα βα­ λιτσάκι. Μέσα, λίγα βιβλία, δυο ρουχαλάκια και κάτι άλλα πράγ­ ματα από τα κρυμμένα, αναμνηστικά δικά σου. Δικά μας. Όλα τα υπόλοιπα είχαν κατασχεθεί ως στοιχεία, όταν άδειασαν το σπίτι μας. Μη σε απασχολεί, μου είπε, θα κανονίσουμε να πάμε για ψώνια. Η Σάσκια και η Φίμπι είναι στο σπίτι, πρόσθεσε, θα φάμε όλοι μαζί για βράδυ, για το καλωσόρισμα. Κάναμε και μια συνάντηση με τον διευθυντή της μονάδας. Με το μαλακό, μου είπε, πάρε την κάθε μέρα όπως έρχεται. Ήθελα να του πω, οι νύχτες είναι που φοβάμαι. Χαμόγελα. Χειραψίες. Ο Μάικ υπέγραψε, γύρισε, με κοίταξε και είπε, έτοιμη; Μπα, όχι και τόσο. Αλλά έφυγα μαζί του, έτσι κι αλλιώς. Η διαδρομή ήταν σύντομη, λιγότερο από μία ώρα. Κάθε δρό­ μος, κάθε κτίριο, για μένα κάτι καινούργιο. Ήταν ακόμη μέρα όταν φτάσαμε, μεγάλο σπίτι, κίονες στην μπροστινή πλευρά. Εντάξει; με ρώτησε ο Μάικ. Κούνησα καταφατικά το κεφάλι κι ας μην ένιωθα εντάξει. Περίμενα ότι θα άνοιγε με το κλειδί του την μπροστινή πόρτα· η καρδιά μου ανέβηκε στον λαιμό μου όταν κατάλαβα ότι δεν ήταν κλειδωμένη. Μπήκαμε με την άνεσή μας, θα μπορούσαμε να είμαστε οποιοσδήποτε. Φώναξε τη γυναίκα του, την είχα συναντήσει ήδη μερικές φορές. Σας, φώναξε, φτά

RkJQdWJsaXNoZXIy MTY1MTE=