Η δίψα (Μεταίχμιο Pocket)

[ 30 ] τράβηξε τηνπόρταπρος τομέρος της, έπιασε τηναλυσίδα, όλαόμως γίνονταν τόσο αργά, σαν σε εφιάλτη, κι η Ελίζε κατάλαβε ότι ήταν πια πολύ αργά. Κάτι της έκλεισε το στόμα και την τράβηξε προς τα πίσω. Απελπισμένη, τέντωσε το χέρι της προς τη μεριά της πόρτας, πάνω από την αλυσίδα, κατάφερε να πιάσει το πλαίσιο από την έξω μεριά, προσπάθησε να φωνάξει, όμως το τεράστιο χέρι που μύριζε νικοτίνη τής πίεζε ασφυκτικά το στόμα. Το χέρι της γλίστρησε, η πόρτα έκλεισε και η φωνή τής ψιθύρισε στο αυτί: «Δεν σου αρέσω τελικά; Ούτε εσύ είσαι τόσο όμορφη όσο στη φωτογραφία σου, μπέιμπι. Πρέπει απλώς να γνωριστούμε καλύτερα. Την προηγούμε- νη φορά δεν π-προλάβαμε». Αυτή η φωνή. Κι αυτό το τελευταίο μονό τραύλισμα. Τα είχε ξα- νακούσει. Προσπάθησενακλοτσήσει, νααπελευθερωθεί, αλλάέμοια- ζεσαν ναήτανπιασμένησεμέγγενη. Οάνδρας την τράβηξεμπροστά στον καθρέφτη. Ακούμπησε το κεφάλι του στο πρόσωπό της. «Δεν φταις εσύ που με καταδίκασαν, Ελίζε. Τα αποδεικτικά στοι- χεία ήταν ατράνταχτα. Δεν ήρθα γι’ αυτό. Θα με πιστέψεις αν σου πω ότι ήταν τυχαίο;» Ο άνδρας χαμογέλασε. Η Ελίζε κοίταξε το στόμα του. Η οδοντοστοιχία του λες κι ήταν καμωμένηαπόσίδερο, σκουρόχρωμηκαι σκουριασμένη, μεμυτερές άκρες στην πάνω και κάτω γνάθο, σαν παγίδα για αλεπούδες. Ένα λεπτό τρίξιμο ακούστηκε όταν ο άνδρας άνοιξε το στόμα του: ο ήχος κάποιου ελατηρίου. Και τότε η Ελίζε θυμήθηκε τις λεπτομέρειες της υπόθεσης. Τις φωτογραφίες από τον τόπο του εγκλήματος. Και κατάλαβε ότι σύ- ντομα θα ήταν νεκρή. Και τότε αυτός τη δάγκωσε.

RkJQdWJsaXNoZXIy MTY1MTE=