Η ανάκριση

12 ΗΛΙΑΣ ΜΑΓΚΛΙΝΗΣ ρίτσι, το κορίτσι με τις απαλές, χνουδωτές καμπύ- λες, ένα από εκείνα τα θηλυκά σώματα που ήξερε και ο ίδιος πως τ’ αγόρια τρελαίνονται να παίρνουν στα όρθια, αυτό το κλωναράκι λεύκας, το ντελικάτο κλαράκι γεμάτο μεθυστική χλωροφύλλη, ελαστικό, ευλύγιστο, πανάλαφρο. Κοριτσίστικο. Τα σπαστά μαύρα μαλλιά χαϊδεύουν τους γυμνούς ώμους κι οι άκρες τους γλείφουν τα μικρά, στητά στήθη – αυτά που θέλει να ξεσκίσει, να ξεριζώσει μπροστά στον καθρέφτη, γαντζώνοντας πάνω τους τα νύχια της. Την είχε ξαναδεί να το κάνει παλαιότερα, προ- τού χάσουν τη μαμά της. Τότε στεκόταν μπροστά στον καθρέφτη του μπάνιου. Τώρα στο μικρό δωμα- τιάκι που έχει κρατήσει για εκείνη στο διαμέρισμά του. Θα μπορούσε να είναι κακό όνειρο. Δεν είναι, αλλά όπως στα όνειρα, δεν μπορεί να κινηθεί ούτε να φωνάξει. Ακόμα κι όταν τη βλέπει να στρίβει με το δείκτη και τον αντίχειρα τις ρώγες της. Το πρό- σωπο της ανέκφραστο μπροστά στον καθρέφτη, να κοκκινίζει απ’ τον πόνο, ένας πόνος δικός της, κο- λυμβητής εγκλωβισμένος κάτω από λεπτή κρού- στα πάγου, δεν μπορεί να τη σπάσει κι ας καίγεται για μιαν ανάσα, ν’ αναπνεύσει ουρλιάζοντας και να

RkJQdWJsaXNoZXIy MTY1MTE=