Η Αλίκη στη χώρα των μαρμάρων

Απρίλης μήνας. Στην οδό Πνυκός, στο Θησείο, όλα τα μπαλκόνια έχουν ανθίσει. Πρώτη και καλύτερη η βουκαμβίλια με τα μεταξωτά μοβ λουλούδια. Η γλυσίνα έτρεξε όπως μόνο εκείνη ξέρει να τρέχει, γύρισε τη γωνία του δρόμου και σκαρφάλωσε στα παραπέρα σπίτια. Τα τριαντάφυλλα ξεφάντωσαν μέσα στις γλάστρες. Άσπρα, κόκκινα, ροζ, κίτρινα. Τα γαρίφαλα, τα πιο πολλά κατακόκκινα, καμαρώνουν στους φρεσκοασπρισμένους τενεκέδες τους. Τίποτα όμως δε μυρίζει τόσο όσο οι αρμπαρόριζες που έχει φυτέψει η γιαγιά σε κασάκια απ’ άκρη σ’ άκρη στο μπαλκόνι. Το λουλούδι τους είναι μοβ απαλό και καμιά φορά πιο σκούρο. Η Αλίκη έκοψε μια μέρα ένα κλωνί και το πήγε στο σχολείο. – Τι όμορφα που μυρίζει! είπανε τα παιδιά. – Είναι αρμπαρόριζα, τους εξήγησε η Αλίκη. – Αρμπαρόριζα; Δεν το ’χουμε ξανακούσει! Απόψε, ακουμπισμένη στα κάγκελα του μπαλκονιού, έχει ξεχαστεί κοιτάζοντας πέρα από την Αρχαία Αγορά τα φώτα των σπιτιών που αρχίζουν ν’ ανάβουν ένα ένα. Η γιαγιά φωνάζει από μέσα ν’ αφήσει τα χασομέρια. Της Αλίκης τής αρέσει πολύ να χασομεράει. Τώρα όμως πρέπει να βιαστεί.

RkJQdWJsaXNoZXIy MTY1MTE=